Η ιστορία αυτή έκανε χιλιάδες μάτια να δακρύσουν…Μια ιστορία αληθινή, αφιερωμένη στην αγάπη της μάνας προς τα παιδιά….
Η μητέρα του Γιάννη είχε μόνο ένα μάτι, ήταν μια γυναίκα ηλικιωμένη και καταπονημένη από την ζωή.
Ο Γιάννης ντρεπόταν γι’ αυτήν κι ώρες ώρες την
μισούσε. Η δουλειά της ήταν μαγείρισσα στην φοιτητική λέσχη. Μαγείρευε για τους φοιτητές και τους καθηγητές για να βγάζει τα έξοδά τους.
Δεν ήθελε να του μιλάει για να μην μαθαίνουν ότι είναι παιδί μιας μητέρας καθαρίστριας με ένα μάτι. Οι φοιτήτριες έφευγαν γρήγορα, όποτε την έβλεπαν να βγαίνει για λίγο από την κουζίνα κι έλεγαν πως δεν άντεχαν το θέαμα και πως τους προκαλούσε μια ανυπόφορη ανατριχίλα.
Μα και ο μικρός είχε πρόβλημα με την εικόνα της μητέρας του.
Μια μέρα όταν ακόμη πήγαινε στο δημοτικό, πέρασε η μητέρα του στο διάλειμμα να του πει ένα γεια.
Ένοιωσε πολύ στενοχωρημένος. «Πως μπόρεσε να μου το κάνει αυτό»;… αναρωτιόταν… Την αγνόησε, της έριξε μόνο ένα μισητό βλέμμα κι έτρεμε. Την επόμενη μέρα ένας από τους συμμαθητές του φώναξε: «Εεεε, η μητέρα σου είναι σαν κύκλωπας έχει μόνο ένα μάτι!».
Ήθελε να πεθάνει , ήθελε να εξαφανιστεί. Όταν γύρισε σπίτι, της είπε: «αν είναι όλοι να γελάνε μαζί μου εξαιτίας σου τότε καλύτερα να πεθάνεις!».
Αυτή δεν του απάντησε.
Εκείνος μονολογούσε κι έλεγε:
«Θέλω να φύγω από εκείνο το σπίτι και να μην έχω καμία σχέση μαζί της. Έτσι θα διαβάζω πάρα πολύ σκληρά με σκοπό να φύγω μια μέρα μακριά. Μα είναι δυνατόν; τι ήλθε κι έπιασε αυτή τη δουλειά στη λέσχη;. Δεν μπορούσε να πάει κάπου αλλού;».
Αργότερα παντρεύτηκε. Αγόρασε ένα δικό του σπίτι. Έκανε δικά του παιδιά κι ήταν ευχαριστημένος με τη ζωή του, τα παιδιά του, την γυναίκα του και τη δουλειά του!
Μια μέρα μετά από χρόνια απουσίας, η μητέρα του πήγε να τον επισκεφτεί.
Δεν είχε δει ποτέ από κοντά τα εγγόνια της. Μόλις εμφανίστηκε στην πόρτα, τα παιδιά του άρχισαν να γελάνε, εκείνος θύμωσε μαζί της, επειδή είχε πάει χωρίς να του το ζητήσει και χωρίς να τον προειδοποιήσει και της φώναξε: «πως τολμάς να έρχεσαι ξαφνικά στο σπίτι μου και να τρομάζεις τα παιδιά μου; Βγες έξω! Φύγε!».
Η μητέρα του απάντησε γαλήνια: «Αα, πόσο λυπάμαι, κύριε! Μάλλον μου έδωσαν λάθος διεύθυνση» κι εξαφανίστηκε, χωρίς να καταλάβουν τα μικρά πως είναι γιαγιά τους.
Πέρασαν χρόνια και μια μέρα βρήκε στο γραμματοκιβώτιο του σπιτιού του μια επιστολή για τη σχολική συγκέντρωση της τάξης του από το δημοτικό σχολείο, που θα γινόταν στην πόλη πού γεννήθηκε. Είπε ψέματα στη γυναίκα του ότι θα έκανε ένα επαγγελματικό ταξίδι και πήγε.
Όταν τελείωσε η συγκέντρωση των συμμαθητών, πήγε στο σπίτι που μεγάλωσε, μόνο από περιέργεια. Οι γείτονες, του είπαν ότι η μητέρα του είχε πεθάνει πρόσφατα. Δεν έβγαλε ούτε ένα δάκρυ.
Του έδωσαν όμως ένα γράμμα που είχε αφήσει γι’ αυτόν:
“Αγαπημένε μου γιε, σε σκέφτομαι συνέχεια. Λυπάμαι που ήρθα στο σπίτι και φόβισα τα παιδιά σου. Έμαθα ότι έρχεσαι για την σχολική συγκέντρωση κι ένοιωσα πολύ χαρούμενη, αλλά φοβάμαι ότι μπορεί να μην είμαι σε θέση να σηκωθώ από το κρεβάτι για να έρθω να σε δω.
Έγραψα αυτό το γράμμα να στο δώσουν αν δεν βρεθούμε. Στεναχωριέμαι που σε έφερνα σε δύσκολη θέση και ντρεπόσουν για μένα όσο ήσουν μικρός.
Βλέπεις όταν ήσουν πολύ μικρός, είχες ένα σοβαρό ατύχημα κι έχασες το μάτι σου. Δεν θα μπορούσα να σε βλέπω να μεγαλώνεις με ένα μάτι. Έτσι σου έδωσα το δικό μου.
Ήμουν τόσο υπερήφανη που ο γιος μου θα έβλεπε τον κόσμο με τη δική μου βοήθεια, με το δικό μου μάτι.
Ακόμη ένα πράγμα, είχα κάνει και μια μικρή ασφάλεια ζωής σε περίπτωση που μου συνέβαινε κάτι να μπορέσεις να μεγαλώσεις με αξιοπρέπεια, και ευτυχώς δεν μου συνέβηκε κάτι. Στην ασφάλιση αυτή έχουν μαζευτεί κάποια λεφτά και σε παρακαλώ πάρτα για να σπουδάσουν τα εγγονάκια μου που αγαπώ όσο και εσένα..
Θα σε αγαπώ για πάντα…
Η μάνα σου ”
Η μητέρα του Γιάννη είχε μόνο ένα μάτι, ήταν μια γυναίκα ηλικιωμένη και καταπονημένη από την ζωή.
Ο Γιάννης ντρεπόταν γι’ αυτήν κι ώρες ώρες την
μισούσε. Η δουλειά της ήταν μαγείρισσα στην φοιτητική λέσχη. Μαγείρευε για τους φοιτητές και τους καθηγητές για να βγάζει τα έξοδά τους.
Δεν ήθελε να του μιλάει για να μην μαθαίνουν ότι είναι παιδί μιας μητέρας καθαρίστριας με ένα μάτι. Οι φοιτήτριες έφευγαν γρήγορα, όποτε την έβλεπαν να βγαίνει για λίγο από την κουζίνα κι έλεγαν πως δεν άντεχαν το θέαμα και πως τους προκαλούσε μια ανυπόφορη ανατριχίλα.
Μα και ο μικρός είχε πρόβλημα με την εικόνα της μητέρας του.
Μια μέρα όταν ακόμη πήγαινε στο δημοτικό, πέρασε η μητέρα του στο διάλειμμα να του πει ένα γεια.
Ένοιωσε πολύ στενοχωρημένος. «Πως μπόρεσε να μου το κάνει αυτό»;… αναρωτιόταν… Την αγνόησε, της έριξε μόνο ένα μισητό βλέμμα κι έτρεμε. Την επόμενη μέρα ένας από τους συμμαθητές του φώναξε: «Εεεε, η μητέρα σου είναι σαν κύκλωπας έχει μόνο ένα μάτι!».
Ήθελε να πεθάνει , ήθελε να εξαφανιστεί. Όταν γύρισε σπίτι, της είπε: «αν είναι όλοι να γελάνε μαζί μου εξαιτίας σου τότε καλύτερα να πεθάνεις!».
Αυτή δεν του απάντησε.
Εκείνος μονολογούσε κι έλεγε:
«Θέλω να φύγω από εκείνο το σπίτι και να μην έχω καμία σχέση μαζί της. Έτσι θα διαβάζω πάρα πολύ σκληρά με σκοπό να φύγω μια μέρα μακριά. Μα είναι δυνατόν; τι ήλθε κι έπιασε αυτή τη δουλειά στη λέσχη;. Δεν μπορούσε να πάει κάπου αλλού;».
Αργότερα παντρεύτηκε. Αγόρασε ένα δικό του σπίτι. Έκανε δικά του παιδιά κι ήταν ευχαριστημένος με τη ζωή του, τα παιδιά του, την γυναίκα του και τη δουλειά του!
Μια μέρα μετά από χρόνια απουσίας, η μητέρα του πήγε να τον επισκεφτεί.
Δεν είχε δει ποτέ από κοντά τα εγγόνια της. Μόλις εμφανίστηκε στην πόρτα, τα παιδιά του άρχισαν να γελάνε, εκείνος θύμωσε μαζί της, επειδή είχε πάει χωρίς να του το ζητήσει και χωρίς να τον προειδοποιήσει και της φώναξε: «πως τολμάς να έρχεσαι ξαφνικά στο σπίτι μου και να τρομάζεις τα παιδιά μου; Βγες έξω! Φύγε!».
Η μητέρα του απάντησε γαλήνια: «Αα, πόσο λυπάμαι, κύριε! Μάλλον μου έδωσαν λάθος διεύθυνση» κι εξαφανίστηκε, χωρίς να καταλάβουν τα μικρά πως είναι γιαγιά τους.
Πέρασαν χρόνια και μια μέρα βρήκε στο γραμματοκιβώτιο του σπιτιού του μια επιστολή για τη σχολική συγκέντρωση της τάξης του από το δημοτικό σχολείο, που θα γινόταν στην πόλη πού γεννήθηκε. Είπε ψέματα στη γυναίκα του ότι θα έκανε ένα επαγγελματικό ταξίδι και πήγε.
Όταν τελείωσε η συγκέντρωση των συμμαθητών, πήγε στο σπίτι που μεγάλωσε, μόνο από περιέργεια. Οι γείτονες, του είπαν ότι η μητέρα του είχε πεθάνει πρόσφατα. Δεν έβγαλε ούτε ένα δάκρυ.
Του έδωσαν όμως ένα γράμμα που είχε αφήσει γι’ αυτόν:
“Αγαπημένε μου γιε, σε σκέφτομαι συνέχεια. Λυπάμαι που ήρθα στο σπίτι και φόβισα τα παιδιά σου. Έμαθα ότι έρχεσαι για την σχολική συγκέντρωση κι ένοιωσα πολύ χαρούμενη, αλλά φοβάμαι ότι μπορεί να μην είμαι σε θέση να σηκωθώ από το κρεβάτι για να έρθω να σε δω.
Έγραψα αυτό το γράμμα να στο δώσουν αν δεν βρεθούμε. Στεναχωριέμαι που σε έφερνα σε δύσκολη θέση και ντρεπόσουν για μένα όσο ήσουν μικρός.
Βλέπεις όταν ήσουν πολύ μικρός, είχες ένα σοβαρό ατύχημα κι έχασες το μάτι σου. Δεν θα μπορούσα να σε βλέπω να μεγαλώνεις με ένα μάτι. Έτσι σου έδωσα το δικό μου.
Ήμουν τόσο υπερήφανη που ο γιος μου θα έβλεπε τον κόσμο με τη δική μου βοήθεια, με το δικό μου μάτι.
Ακόμη ένα πράγμα, είχα κάνει και μια μικρή ασφάλεια ζωής σε περίπτωση που μου συνέβαινε κάτι να μπορέσεις να μεγαλώσεις με αξιοπρέπεια, και ευτυχώς δεν μου συνέβηκε κάτι. Στην ασφάλιση αυτή έχουν μαζευτεί κάποια λεφτά και σε παρακαλώ πάρτα για να σπουδάσουν τα εγγονάκια μου που αγαπώ όσο και εσένα..
Θα σε αγαπώ για πάντα…
Η μάνα σου ”