Αναπτυξιακό σχέδιο για την Ελλάδα της μεταμνημονιακής εποχής. Σχέδιο «που θα διασφαλίζει την ανάκαμψη μετά την εκπνοή του προγράμματος» έγραφε η «Die Welt» στο ρεπορτάζ με τίτλο «Κάνοντας την Ελλάδα και πάλι μεγάλη».
Και όμως, κάτι δεν πάει καλά. Δεν μπορούμε να μιλάμε για ανάπτυξη υπό συνθήκες υπερφορολόγησης, όταν περισσότερο από το 50% του εισοδήματος πηγαίνει σε φόρους και ασφαλιστικά ταμεία και όταν ένας στους δύο φορολογουμένους έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο.
Κάτι δεν πάει καλά, όταν η ανάπτυξη έρχεται μεν, αλλά δεν θα είναι και τόσο ισχυρή, ώστε να αναπληρώσει το ΑΕΠ που χάθηκε στα χρόνια της κρίσης. Η Κομισιόν υποβάθμισε τις εαρινές της προβλέψεις, αναμένοντας για φέτος ρυθμούς 1,9% από 2,5% και 2,3% από 2,5% για το 2019. Κάτι δεν πάει καλά, όταν το δημόσιο χρέος είναι το υψηλότερο στην Ευρωζώνη και ανέρχεται στο 177% του ΑΕΠ. Κάτι δεν πάει καλά, όταν η Ελλάδα παραμένει «πρωταθλήτρια» στην ανεργία μεταξύ των χωρών της Ζώνης του Ευρώ, με το ποσοστό ανέργων να παραμένει και φέτος πάνω από το 20%, ενώ η ανεργία μεταξύ των νέων ανέρχεται στο 45%. Κάτι δεν πάει καλά, όταν οι νέοι επιστήμονες μεταναστεύουν στο εξωτερικό και η χώρα γίνεται ολοένα και φτωχότερη σε ανθρώπινο κεφάλαιο, με το brain-drain να έχει ήδη κοστίσει πάνω από 15 δισ. ευρώ στην ελληνική οικονομία.
Κάτι δεν πάει καλά, όταν το 2019, την πρώτη χρονιά εκτός μνημονίου, οι συνταξιούχοι θα δουν νέες μειώσεις στις συντάξεις τους. Υπάρχει και κάτι που πάει καλά; Η απάντηση είναι θετική. Η Ελλάδα από το 2015 υπεραποδίδει στους δημοσιονομικούς στόχους, γεγονός που έχει αποκαταστήσει την αξιοπιστία της. Τα ελληνικά προϊόντα κατακτούν τις ξένες αγορές και η δυναμική αύξηση των εξαγωγών στηρίζει την οικονομία. Στον τουρισμό, η χώρα παραμένει κορυφαίος προορισμός, αναμένοντας και φέτος ρεκόρ τουριστικών αφίξεων.
Η Ελλάδα δεν θα γίνει μεγάλη με ευχολόγια. Αφήνει πίσω της την εποχή των μνημονίων και το τοπίο για την επόμενη ημέρα παραμένει θολό. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να γράψει το δικό της success story.
Σε λίγους μήνες ολοκληρώνεται το τρίτο πρόγραμμα και η χώρα γυρίζει σελίδα, προσβλέποντας σε μια νέα εποχή ανάπτυξης και ευημερίας.
Και όμως, κάτι δεν πάει καλά. Δεν μπορούμε να μιλάμε για ανάπτυξη υπό συνθήκες υπερφορολόγησης, όταν περισσότερο από το 50% του εισοδήματος πηγαίνει σε φόρους και ασφαλιστικά ταμεία και όταν ένας στους δύο φορολογουμένους έχει ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο.
Κάτι δεν πάει καλά, όταν η ανάπτυξη έρχεται μεν, αλλά δεν θα είναι και τόσο ισχυρή, ώστε να αναπληρώσει το ΑΕΠ που χάθηκε στα χρόνια της κρίσης. Η Κομισιόν υποβάθμισε τις εαρινές της προβλέψεις, αναμένοντας για φέτος ρυθμούς 1,9% από 2,5% και 2,3% από 2,5% για το 2019. Κάτι δεν πάει καλά, όταν το δημόσιο χρέος είναι το υψηλότερο στην Ευρωζώνη και ανέρχεται στο 177% του ΑΕΠ. Κάτι δεν πάει καλά, όταν η Ελλάδα παραμένει «πρωταθλήτρια» στην ανεργία μεταξύ των χωρών της Ζώνης του Ευρώ, με το ποσοστό ανέργων να παραμένει και φέτος πάνω από το 20%, ενώ η ανεργία μεταξύ των νέων ανέρχεται στο 45%. Κάτι δεν πάει καλά, όταν οι νέοι επιστήμονες μεταναστεύουν στο εξωτερικό και η χώρα γίνεται ολοένα και φτωχότερη σε ανθρώπινο κεφάλαιο, με το brain-drain να έχει ήδη κοστίσει πάνω από 15 δισ. ευρώ στην ελληνική οικονομία.
Κάτι δεν πάει καλά, όταν το 2019, την πρώτη χρονιά εκτός μνημονίου, οι συνταξιούχοι θα δουν νέες μειώσεις στις συντάξεις τους. Υπάρχει και κάτι που πάει καλά; Η απάντηση είναι θετική. Η Ελλάδα από το 2015 υπεραποδίδει στους δημοσιονομικούς στόχους, γεγονός που έχει αποκαταστήσει την αξιοπιστία της. Τα ελληνικά προϊόντα κατακτούν τις ξένες αγορές και η δυναμική αύξηση των εξαγωγών στηρίζει την οικονομία. Στον τουρισμό, η χώρα παραμένει κορυφαίος προορισμός, αναμένοντας και φέτος ρεκόρ τουριστικών αφίξεων.
Η Ελλάδα δεν θα γίνει μεγάλη με ευχολόγια. Αφήνει πίσω της την εποχή των μνημονίων και το τοπίο για την επόμενη ημέρα παραμένει θολό. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να γράψει το δικό της success story.