Σύμφωνα με τα δεδομένα της Ελληνικής Ομάδας Μελέτης της Σήψης, 120.000 ασθενείς προσβάλλονται στην Ελλάδα ετησίως από σήψη, εκ των οποίων πεθαίνει το 35-50%.
Όπως ανέφερε, ο αναπληρωτής καθηγητής Παθολογίας, Δ΄ Πανεπιστημιακής Παθολογικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου «ΑΤΤΙΚΟΝ», Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Ευάγγελος Ι. Γιαμαρέλλος - Μπουρμπούλης, με αφορμή το Διεθνές Συνέδριο ATHENA 2017, μια από τις κορυφαίες διεπιστημονικές εκδηλώσεις στον τομέα των σοβαρών λοιμώξεων, που διοργανώνεται για δεύτερη φορά από την Ελληνική Εταιρεία Λοιμώξεων στους Βαρέως Πάσχοντες Ασθενείς, η σήψη είναι μία ακραία μορφή λοίμωξης κατά την οποία τα μικρόβια τροποποιούν την απάντηση του ανοσιακού μηχανισμού του ασθενούς με τέτοιο τρόπο ώστε τελικά αυτή η απάντηση να στρέφεται εναντίον του και να καταστρέφει τα όργανα ή να τον οδηγεί στο θάνατο.
Το μέλλον στην αντιμετώπιση είναι η προσωποποιημένη θεραπεία, δηλαδή, οι ασθενείς ομαδοποιούνται σε διαφορετικό είδος θεραπείας ανάλογα με τα αποτελέσματα των διαγνωστικών εξετάσεων αλλά επιπρόσθετα εφαρμόζεται και ο γονιδιακός έλεγχος.
Τα αποτελέσματα αυτών των εξετάσεων αναδεικνύουν τον μηχανισμό λειτουργίας του ανοσιακού συστήματος, ο οποίος μπορεί να διαφέρει σημαντικά από ασθενή σε ασθενή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρώτη παγκοσμίως μελέτη προσωποποιημένης θεραπείας έχει ξεκινήσει από την Ελληνική Ομάδα Μελέτης της Σήψης σε 12 Μονάδες Εντατικής Θεραπείας στην Ελλάδα μετά από έγκριση από την Εθνική Επιτροπή Δεοντολογίας και από τον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων», δήλωσε ο κ. Γιαμαρέλλος – Μπουρμπούλης.
Ο ομότιμος καθηγητής Πνευμονολογίας-Εντατικής Θεραπείας Γιώργος Ι. Μπαλτόπουλος, αναφερόμενος στη συχνότητα εμφάνισης αντοχής των μικροβίων στα αντιβιοτικά (πολυανθεκτικά και πανανθεκτικά μικρόβια) είπε ότι δυστυχώς αυξάνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια στους ασθενείς που νοσηλεύονται σε ΜΕΘ και καθίσταται μια σημαντική αιτία νοσηρότητας και θνητότητας.
Θα πρέπει να διευκρινίσουμε στο σημείο αυτό ότι πολυανθεκτικά μικρόβια (MDR) ονομάζονται εκείνα που εμφανίζουν αντοχή σε 1 τουλάχιστον αντιβιοτικό σε τρεις ή περισσότερες κατηγορίες αντιβιοτικών, ενώ πανανθεκτικά (PDR) ονομάζονται εκείνα που εμφανίζουν αντοχή σε όλες τις κατηγορίες των αντιβιοτικών. Αν και οι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση μικροβιακής αντοχής έχουν καθορισθεί (βαρύτητα νόσου, συνοσηρότητες, σηπτική καταπληξία, επεμβατικές μέθοδοι, κεντρικοί καθετήρες κλπ.), δεν μπορούμε να τους τροποποιήσουμε επαρκώς (λόγω της φύσης των ασθενών – βαρέως πάσχοντες) για να καταπολεμήσουμε την αυξημένη επίπτωση αντοχής.
Προκειμένου να μπορούν οι επιστήμονες, όπως είπε, να παρέμβουν αποτελεσματικά για την αποφυγή ανάπτυξης αντοχής, είναι καίριας σημασίας η ορθολογιστική χρήση των αντιβιοτικών. Δηλαδή η χρήση τους να γίνεται όπως πρέπει, εκεί που πρέπει, όταν πρέπει, με το σωστό σκεύασμα αντιβιοτικού (δραστικό στο συγκεκριμένο παθογόνο), τη σωστή δόση (για την εκρίζωση του παθογόνου) και όσο πιο έγκαιρα από τη διάγνωση, αφού η χορήγηση αντιβιοτικών τις πρώτες 4 ώρες από τη διάγνωση μειώνει τη θνητότητα έως και 30%. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τον καθηγητή, θα πρέπει να δοθεί έμφαση στον έλεγχο των λοιμώξεων, για την αποφυγή μετάδοσης ανθεκτικών παθογόνων από ασθενή σε ασθενή, όπως για παράδειγμα με την υγιεινή των χεριών κ.λπ.
Όπως ανέφερε, ο αναπληρωτής καθηγητής Παθολογίας, Δ΄ Πανεπιστημιακής Παθολογικής Κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου «ΑΤΤΙΚΟΝ», Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Ευάγγελος Ι. Γιαμαρέλλος - Μπουρμπούλης, με αφορμή το Διεθνές Συνέδριο ATHENA 2017, μια από τις κορυφαίες διεπιστημονικές εκδηλώσεις στον τομέα των σοβαρών λοιμώξεων, που διοργανώνεται για δεύτερη φορά από την Ελληνική Εταιρεία Λοιμώξεων στους Βαρέως Πάσχοντες Ασθενείς, η σήψη είναι μία ακραία μορφή λοίμωξης κατά την οποία τα μικρόβια τροποποιούν την απάντηση του ανοσιακού μηχανισμού του ασθενούς με τέτοιο τρόπο ώστε τελικά αυτή η απάντηση να στρέφεται εναντίον του και να καταστρέφει τα όργανα ή να τον οδηγεί στο θάνατο.
Το μέλλον στην αντιμετώπιση είναι η προσωποποιημένη θεραπεία, δηλαδή, οι ασθενείς ομαδοποιούνται σε διαφορετικό είδος θεραπείας ανάλογα με τα αποτελέσματα των διαγνωστικών εξετάσεων αλλά επιπρόσθετα εφαρμόζεται και ο γονιδιακός έλεγχος.
Τα αποτελέσματα αυτών των εξετάσεων αναδεικνύουν τον μηχανισμό λειτουργίας του ανοσιακού συστήματος, ο οποίος μπορεί να διαφέρει σημαντικά από ασθενή σε ασθενή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πρώτη παγκοσμίως μελέτη προσωποποιημένης θεραπείας έχει ξεκινήσει από την Ελληνική Ομάδα Μελέτης της Σήψης σε 12 Μονάδες Εντατικής Θεραπείας στην Ελλάδα μετά από έγκριση από την Εθνική Επιτροπή Δεοντολογίας και από τον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων», δήλωσε ο κ. Γιαμαρέλλος – Μπουρμπούλης.
Ο ομότιμος καθηγητής Πνευμονολογίας-Εντατικής Θεραπείας Γιώργος Ι. Μπαλτόπουλος, αναφερόμενος στη συχνότητα εμφάνισης αντοχής των μικροβίων στα αντιβιοτικά (πολυανθεκτικά και πανανθεκτικά μικρόβια) είπε ότι δυστυχώς αυξάνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια στους ασθενείς που νοσηλεύονται σε ΜΕΘ και καθίσταται μια σημαντική αιτία νοσηρότητας και θνητότητας.
Θα πρέπει να διευκρινίσουμε στο σημείο αυτό ότι πολυανθεκτικά μικρόβια (MDR) ονομάζονται εκείνα που εμφανίζουν αντοχή σε 1 τουλάχιστον αντιβιοτικό σε τρεις ή περισσότερες κατηγορίες αντιβιοτικών, ενώ πανανθεκτικά (PDR) ονομάζονται εκείνα που εμφανίζουν αντοχή σε όλες τις κατηγορίες των αντιβιοτικών. Αν και οι παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση μικροβιακής αντοχής έχουν καθορισθεί (βαρύτητα νόσου, συνοσηρότητες, σηπτική καταπληξία, επεμβατικές μέθοδοι, κεντρικοί καθετήρες κλπ.), δεν μπορούμε να τους τροποποιήσουμε επαρκώς (λόγω της φύσης των ασθενών – βαρέως πάσχοντες) για να καταπολεμήσουμε την αυξημένη επίπτωση αντοχής.
Προκειμένου να μπορούν οι επιστήμονες, όπως είπε, να παρέμβουν αποτελεσματικά για την αποφυγή ανάπτυξης αντοχής, είναι καίριας σημασίας η ορθολογιστική χρήση των αντιβιοτικών. Δηλαδή η χρήση τους να γίνεται όπως πρέπει, εκεί που πρέπει, όταν πρέπει, με το σωστό σκεύασμα αντιβιοτικού (δραστικό στο συγκεκριμένο παθογόνο), τη σωστή δόση (για την εκρίζωση του παθογόνου) και όσο πιο έγκαιρα από τη διάγνωση, αφού η χορήγηση αντιβιοτικών τις πρώτες 4 ώρες από τη διάγνωση μειώνει τη θνητότητα έως και 30%. Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τον καθηγητή, θα πρέπει να δοθεί έμφαση στον έλεγχο των λοιμώξεων, για την αποφυγή μετάδοσης ανθεκτικών παθογόνων από ασθενή σε ασθενή, όπως για παράδειγμα με την υγιεινή των χεριών κ.λπ.