2019/04/18

Τα χρόνια της Αμυγδαλιάς


Είναι αρχές Δεκέμβρη 2009 στην Άνδρο και το χειμώνα δεν υπάρχουν επισκέπτες . Η κόρνα του πλοίου που φτάνει στο λιμάνι ταρακουνάει όλο το νησί και κάνει τους ανθρώπους να κινούνται όλο και πιο γρήγορα προς τα’ κει.

Ένας γεροδεμένος ναύτης στέκεται στην προβλήτα με τα πόδια ανοιχτά κρατώντας με το ένα χέρι το σχοινί και το άλλο ψηλά κάνοντας νόημα στον καπετάνιο να ελαττώσει ταχύτητα φωνάζοντας «όπα, οοοπαα!» και πριν καν προλάβει να σταματήσει πηδάει στον αέρα με ευκολία και με μία γρήγορη κίνηση δένει τα σχοινιά σαν να θέλει να μαντρώσει το τεράστιο πλωτό.

Τα αυτοκίνητα στη σειρά περιμένουν ανυπόμονα να βγούνε  λες και μέχρι τώρα ήταν  φυλακισμένα. Ενώ οι άνθρωποι μέσα σηκώνονται στις μύτες των ποδιών ψάχνοντας με τα μάτια κάποιον μέσα από το πλήθος που να τους περιμένει, μια αγκαλιά ίσως, ένα χαμόγελο ή ακόμα και δάκρυα χαράς. Οι μέρες έχουν παραδοθεί στις ακτίνες του ήλιου λες και ζούνε σε λάθος εποχή και η θερμοκρασία σκαρφαλωμένη ψηλά στους 25ο με τίποτα δεν λέει να
κατέβει. Φωνές παιδιών πλημυρίζουν το λιμάνι, χέρια απλωμένα έτοιμα να σφίξουν στην αγκαλιά τους ένα σώμα που τους έλειψε και σκυλιά με σηκωμένη προς τα πάνω την ουρά από τη χαρά,  που περιφέρονται ανάμεσα στα πόδια των ανθρώπων για να βρούνε το αφεντικό τους.

 Η Αντιγόνη με το μακρύ μαλλί, το αραιό μούσι και το μπλε φόρεμα που αφήνει ακάλυπτες τις τρίχες στο στήθος καπνίζει ασταμάτητα μην μπορώντας να κρύψει τη συγκίνησή της και με μία νευρική κίνηση βάζει μπρός το αυτοκίνητο. Κανείς δεν είναι εκεί  για να την περιμένει. Άλλωστε κανείς δεν την γνωρίζει πια. Έναν κόμπο νιώθει στο λαιμό και καταπίνει με δυσκολία τον πόνο της. Όλα είναι διαφορετικά, όλα είναι πιο γερασμένα. Οι τοίχοι δεν είναι ασβεστωμένοι όπως παλιά. Τα στενά δεν μυρίζουν πια αρώματα λουλουδιών.

Εκείνος, ο πατέρας της, δεν είναι πια εκεί να την περιμένει με το γαϊδούρι έτοιμο να φορτώσει τις αποσκευές.
-«Έλα κυρά μου, προχώρα μην σκέφτεσαι» - ακούει τον ναύτη να της φωνάζει με μία βαριά φωνή, αλλά και εκείνος μόλις βλέπει τις τρίχες στο ακουμπισμένο χέρι της που κρέμεται έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου, τρέχει βιαστικά και κάτι μουρμουράει στ’ αυτή του άλλου ναύτη που κατευθύνει την άλλη λωρίδα και γελάνε και οι δύο κοιτάζοντας προς εκείνη κοροϊδευτικά.

Γνωρίζει ότι η εικόνα της προκαλεί τους περαστικούς,  τραβάει τα κεφάλια τους προς τα πίσω και γεμίζει τα βλέμματά τους με περιέργεια. Αλλά ποσώς την ενδιαφέρει. Η εμφάνισή της με τίποτα δεν θυμίζει εκείνο το ψηλόλιγνο αγόρι που πήγαινε πάντα «πίσω από την ποδιά της μητέρας του» όπως έλεγαν  στο χωριό της. Είναι μία ξένη πια.

Οι ρόδες του άσπρου Ford Ka που οδηγεί σέρνονται  στους παλιούς δρόμους της Άνδρου ροκανίζοντας στο πέρασμά τους πέτρες, ξύλα και ότι άλλο βρίσκεται μπροστά του. Ακριβώς στην πλατεία σταματάει το αυτοκίνητο για να περπατήσει με τα πόδια. Αυτή η αίσθηση της ελευθερίας που μπορείς να τρέξεις και να βρεθείς όπου θες στο άψε σβήσε όπως παλιά, μαζί με την  ανακοίνωση θανάτου, «Σπύρος Καρέλης ΕΤΩΝ 75», που βλέπει κολλημένο στην κολόνα ηλεκτρικού ρεύματος, κάνει τα δάκρυά της να τρέχουν, να βγουν με ορμή από τα μάτια και μια γλυκόπικρη γεύση να πλημυρίσει το στόμα της.

Τρέχει προς το σπίτι. Όταν ανοίγει την εξώπορτα βλέπει να στέκεται στην καρέκλα, στη μέση της αυλής, με το βλέμμα να χάνεται προς τη θάλασσα, την υπέροχη, την περήφανη μάνα της. Ο πόνος της γυαλίζει τα μάτια. Θέλει να πάρει τη μαυρίλα από πάνω της και να την πετάξει. Στην καρέκλα δίπλα της, στέκονταν τοποθετημένες στη σειρά οι παντόφλες και τα παπούτσια του πατέρα που μάταια τον περίμεναν να τα φορέσει. Η θέα στην αυλή της θύμισε τα παιδικά χρόνια που με τον Βασίλη και τον Σπύρο, φορώντας μόνο το άσπρο βρακί, βούταγε στον πάτο της θάλασσας που ήταν γεμάτος αστερίες. Τους μάζευε και τους ξέραινε στο μπαλκόνι για να τα πουλήσει και να πάρει κορδέλες που τόσο εκνεύρισαν τον πατέρα όταν τα έβαζε στα λιγοστά μαλλιά.

Μπαίνοντας στο δωμάτιό της όλα ήταν όπως παλιά. Το γαλάζιο χρώμα στους τοίχους, στο κρεβάτι, στην κουβέρτα σου έδινε την εντύπωση ότι η θάλασσα είχε πλημυρίσει τα πάντα εκεί μέσα. Ξεκρεμάει από τον τοίχο τη μοναδική κορνίζα που απεικονίζει εκείνο το ψηλόλιγνο αγόρι τότε, με ξυρισμένο μαλλί, μπλε βερμούδα και άσπρο πουκάμισο. Το τετράδιο πάνω στο γραφείο έχει ακόμα χαραγμένο το όνομά της, Λάμπρος Καρέλης. Παίρνει το στυλό και το σβήνει με μανία σαν να θέλει να σβήσει αυτό το κομμάτι που της θυμίζει το παρελθόν και βγαίνει γρήγορα έξω τρέχοντας στην αγκαλιά της μάνας, ακουμπώντας το κεφάλι στα γόνατά της και περιμένοντας ένα χάδι της για αναγνώριση. Ενώ εκείνη της σκαλίζει μηχανικά τα μαλλιά με τα άγρια δάχτυλά της, όπως τότε στα χρόνια της αμυγδαλιάς που πότε ήταν πικραμυγδαλένια και πότε καραμελωμένα.

Βαγγελίτσα (Μελίνα) Κατίου