Είναι αλήθεια ότι ο ΣΥΡΙΖΑ την εμμονή με τα ΜΜΕ και εάν μπορεί να τα ελέγξει δεν την απέκτησε τώρα. Πάγιο στοιχείο της ρητορικής του ήταν η καταγγελία των «βορθοκάναλων της διαπλοκής», στα οποία απέδιδε την προσπάθεια χειραγώγησης της κοινής γνώμης.
Ενστερνίστηκε γρήγορα επίσης αυτό που είπε ο Ουμπέρτο Εκο: «Στην εποχή μας δεν χρειάζονται τανκς για να γίνει γίνει πραξικόπημα. Υπάρχει η τηλεόραση».
Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι παρά την υπαρκτή ιδεολογική εχθρότητα που μπορεί να επέδειξαν απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ ορισμένα από τα συστημικά ΜΜΕ, η εντυπωσιακή άνοδος του προς την εξουσία δεν εμποδίστηκε από αυτά. Άλλωστε, οι κανόνες της τηλεοπτικής αγοράς επιβάλλουν να δίνεις λόγο σε ένα ανερχόμενο και μαζικό πολιτικό ρεύμα.
Από την «αλλαγή του τοπίου» στα ΜΜΕ….
Η γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ για τα ΜΜΕ πέρασε από διάφορες φάσεις. Ας μην ξεχνάμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένας χώρος που γνωρίζει τα ΜΜΕ αφού πλήθος δημοσιογράφοι και στελέχη των μέσων ενημέρωσης (και μάλιστα σε κορυφαίες θέσεις της ιεραρχίας) είχαν πολιτική αναφορά στην αριστερά.
Ιστορικά οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τα ΜΜΕ στηρίζονταν σε ένα πλέγμα θέσεων για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των δημοσιογράφων απέναντι στις παρεμβάσεις της εργοδοσίας, για την υπεράσπιση της δεοντολογίας και της αντικειμενικότητας, για τη στήριξη των δημόσιων και συνεταιριστικών ΜΜΕ και για την επιβολή κανόνων ιδίως στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο.
Ειδικά για την τηλεόραση, ο πυρήνας της αρχικής γραμμής ήταν ότι τα κανάλια έπρεπε πρώτον να πληρώσουν για τις άδειες και δεύτερον ότι η άδεια να συνδέεται με κανόνες ως προς το τι είναι ένα κανάλι: τι πρόγραμμα εκπέμπει, πόσους τεχνικούς έχει, πόσους δημοσιογράφους κ.λπ.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διέθετε ιδιαίτερα έμπειρα κομματικά στελέχη που ήταν ταυτόχρονα και έμπειρα στελέχη των ΜΜΕ: αρκεί να σκεφτούμε ανθρώπους όπως ο Νίκος Φίλης ή οι αείμνηστοι Βασίλης Μουλόπουλος και Θοδωρής Μιχόπουλος.
Ιδιαίτερη ώθηση πήραν αυτές οι σκέψεις και μετά το «μαύρο» στην ΕΡΤ. Τότε γύρω από τον αγώνα για την υπεράσπιση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης είχε αναπτυχθεί μια ολόκληρη συζήτηση για το πώς θα μπορούσε μια δημόσια ΕΡΤ θα μπορούσε να λειτουργήσει ως υπόδειγμα συνολικά για τα ΜΜΕ, ως ένα παράδειγμα εναλλακτικής δημοκρατικής λειτουργίας, αξιοπιστίας και αντικειμενικότητας.
Παράλληλα, γίνονταν προσπάθειες να αναβαθμιστούν τα ΜΜΕ που ήταν πιο φιλικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή η κομματική εφημερίδα Αυγή, το κομματικό ραδιόφωνο Στο Κόκκινο, που κάποια στιγμή είχε αξιόλογη ακροαματικότητα και η με την ευρύτερη έννοια προσκείμενη Εφημερίδα των Συντακτών.
Όμως, αυτή η γραμμή δεν ήταν η μόνη μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Υπήρχε, χωρίς ποτέ να αρθρωθεί ως τέτοια, και μια άλλη: αυτή που υποστήριζε ότι το βασικό ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ να αποκτούσε φιλικά προκείμενα «συστημικά» ΜΜΕ που θα χρηματοδοτούνταν από επιχειρηματίες που θα ήθελαν να στηρίξουν την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα.
Σύμφωνα με αυτό το σχήμα δεν είχε νόημα ο ΣΥΡΙΖΑ να επενδύσει μόνο στην ΕΡΤ και στα ΜΜΕ της αριστεράς και ότι όποια προσπάθεια και εάν γινόταν για την αναβάθμισή τους, ποτέ δεν θα έφτανε την απήχηση που μπορεί να έχει ένα ιδιωτικό πανεθνικής εμβέλειας κανάλι με πλήρες ενημερωτικό και ψυχαγωγικό πρόγραμμα.
Για να γίνει αυτό έπρεπε η διαδικασία αδειοδότησης των καναλιών να μην είναι απλώς μια προσπάθεια να μπει τάξη και να πληρώσουν οι ιδιοκτήτες, αλλά μια προσπάθεια να δημιουργηθεί χώρος για νέα κανάλια, προφανώς με το να κλείσουν κάποια από τα παλιά.
Η ομολογουμένως εντυπωσιακή στράτευση των συστημικών ΜΜΕ το καλοκαίρι του 2015 υπέρ του «ΝΑΙ» στο δημοψήφισμα (πάλι χωρίς να καταφέρουν να αποτρέψουν τη νίκη του ΟΧΙ), έδωσε την έξωθεν νομιμοποίηση σε αυτή τη γραμμή.
Η γραμμή αυτή ενισχυόταν από το γεγονός ότι ένα μέρος της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ήδη από την περίοδο 2012-2015 είχε επιδοθεί σε μια προσπάθεια οικοδόμησης φιλικών σχέσεων με επιχειρηματίες, σχέσεις που είχαν να κάνουν και με την αναζήτηση αυτών που θα ήθελαν να χρηματοδοτήσουν ένα τηλεοπτικό κανάλι. Οι επαφές αυτές συνεχίστηκαν και μετά την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας.
Κατεξοχήν εκφραστής της γραμμής, που θα μπορούσε να ονομαστεί η γραμμή της «νέας διαπλοκής», ήταν ο Νίκος Παππάς που ανέλαβε και το υπουργείο που θα διαχειριζόταν αυτή τη διαδικασία.
Η ανάγκη να κλείσει το MEGA με κάθε τρόπο
Για να προωθηθεί αυτό το σχέδιο, έπρεπε να υπάρξει χώρος για νέα κανάλια και αυτό πέρναγε μέσα από το να κλείσει το MEGA.
Το MEGA μπήκε στο στόχαστρο για δύο λόγους. Από τη μια παρέμενε το πιο «βαρύ» brand στο τηλεοπτικό τοπίο. Από την άλλη, ήταν το πιο ευάλωτο. Τα οικονομικά του δεν ήταν τα καλύτερα και ένα μέρος των παλαιών μετόχων δεν είχε διάθεση να επενδύσει εκ νέου σε αυτό, την ώρα που οι τράπεζες το αντιμετώπιζαν απλώς ως ένα μηχανισμό αποπληρωμής χρεών και η κυβέρνηση περίπου ανοιχτά έλεγε ότι θα ήθελε να κλείσει.
Με το MEGA να βγαίνει εκτός ανταγωνισμού, άνοιγε περιθώριο για «νέους παίκτες» στην τηλεοπτική αγορά.
Η υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών
Όλα αυτά θα αποτυπωθούν στην υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών που θα την χειριστεί ο Νίκος Παππάς.
Η αντίληψή του θα είναι λίγες άδειες για να μπορέσουν ταυτόχρονα να εμφανιστούν νέα κανάλια αλλά και να βγουν εκτός παλαιότερα. Μόνο που αντί να το εισηγηθεί με αυτό τον τρόπο, στη βάση ζητημάτων βιωσιμότητας, ο Νίκος Παππάς προτίμησε τη διαβόητη γνωμοδότηση του «Ινστιτούτου της Φλωρεντίας» που «αποδείκνυε» ότι δεν υπήρχε περιθώριο για πολλά κανάλια, κάτι που εξαρχής θα αμφισβητηθεί.
Όμως, η διαδικασία αυτή είχε ένα πρόβλημα: το ΕΣΡ δεν είχε πλήρη σύνθεση, εφόσον η κυβέρνηση δεν ήθελε αρχικά να έχει την αναγκαία διακομματική συνεννόηση για τη διαμόρφωση της σύνθεσής του, και έτσι επιλέχτηκε να γίνει διαγωνισμός χωρίς το ΕΣΡ, παρότι ήταν γνωστό εξαρχής ότι κάτι τέτοιο οδηγούσε νομοτελειακά σε ερώτημα συνταγματικότητας, εφόσον το Σύνταγμα είναι ιδιαίτερα σαφές επ’ αυτού.
Ωστόσο, ο Νίκος Παππάς θα επιμείνει στο διαγωνισμό και ο ΣΥΡΙΖΑ θα πιστέψει ότι είχε βρει αυτό που έψαχνε, δηλαδή έναν επιχειρηματία που θα επένδυε σε ένα φιλοκυβερνητικό κανάλι, στο πρόσωπο του Χρ. Καλογρίτσα.
Η συνέχεια είναι γνωστή: ο Χρ. Καλογρίτσας θα αποδειχτεί ότι δεν έχει την αναγκαία κεφαλαιακή επάρκεια και τη θέση του θα καταλάβει ο Ιβάν Σαββίδης. Θυμόμαστε τις «πέτσινες» εγγυητικές ή τα βοσκοτόπια της Ιθάκης που αποδείχθηκαν και δανεικά.
Πλέον μάλιστα, γνωρίζουμε και όλες τις διαστάσεις της υπόθεσης μετά και τις αποκαλύψεις του Β. Μαρινάκη, που δεν έχουν διαψευστεί ως προς τον πυρήνα τους από την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση παράλληλα συζητούσε και με τον κ. Μαρινάκη και μάλιστα ζητώντας του να βοηθήσει και τον κ. Καλογρίτσα στην οικονομική δυσκολία που είχε.
Βέβαια, μετά θα έχουμε την σχεδόν προαναγγελθείσα ακύρωση του διαγωνισμού από το ΣτΕ στη βάση της απουσίας του ΕΣΡ από την όλη διαδικασία.
Ας σημειώσουμε εδώ ότι ακόμη και η μικρή πιθανότητα που μπορεί να υπήρχε το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο της χώρας να αποφάσιζε υπέρ του σύννομου με επίκληση του δημόσιου συμφέροντος εν μέσω της εμπλοκής με το ΕΣΡ, μάλλον ακυρώθηκε όταν υπήρξαν διαρροές στον Τύπου που αφορούσαν την προσωπική ζωή υψηλόβαθμου και με μεγάλο κύρος μέλους του δικαστηρίου.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η κυβέρνηση να υποχρεωθεί να αναθεωρήσει τη σχετική νομοθεσία, να προχωρήσει σε συνεννόηση με την αντιπολίτευση για τη σύνθεση του ΕΣΡ και να προχωρήσει σε νέα αδειοδότηση, χωρίς αμφισβητήσεις αυτή τη φορά. Έξι κανάλια θα αδειοδοτηθούν, δύο άδειες θα μείνουν αδιάθετες και για τη μία έχει καταθέσει, όπως προβλέπει ο νόμος, φάκελο διεκδίκησης η Alter Ego του Β. Μαρινάκη.
Η μάχη για τον έλεγχο του «Έθνους» και του ΔΟΛ
«Πάρτε το Έθνος στα χέρια σας» ήταν το διαφημιστικό σύνθημα για την επανέκδοση της ιστορικής εφημερίδας το 1981. Θα μπορούσε να είναι και η προτροπή του ΣΥΡΙΖΑ όταν φάνηκε ότι η πλευρά Μπόμπολα αποσυρόταν από τα υπερχρεωμένα ΜΜΕ της.
Εκεί θα εμφανιστεί ο Ιβάν Σαββίδης που ούτως ή άλλως είχε αποφασίσει να μπει στα ΜΜΕ και θα διεκδικήσει τον ιστορικό τίτλο, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα και ότι η εφημερίδα δεν θα ήταν επιθετική απέναντι στην κυβέρνηση, γραμμή που επίσης θα δοθεί και στο Open Channel. Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν για αυτό το deal, ακόμη και προσυμφωνημένες καταστάσεις με τον πρώην ιδιοκτήτη.
Όμως, η μεγάλη μάχη για είναι για τους τίτλους του τέως ΔΟΛ, μια που επρόκειτο για τίτλους με πολύ μεγάλη ιστορία και κύρος, αλλά και με ένα ιδιαίτερα έμπειρο και με κύρος δημοσιογραφικό δυναμικό.
Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση ήθελε πάρα πολύ τα ΜΜΕ αυτά να κατέληγαν σε έναν επιχειρηματία που θα εξασφάλιζε φιλοκυβερνητική στάση. Όμως, επειδή ήταν μια ανοιχτή διαδικασία πλειστηριασμού οι τίτλοι και τα άλλα περιουσιακή στοιχεία του ΔΟΛ βρέθηκαν στην Alter Ego του Β. Μαρινάκη, που δεσμεύτηκε ότι δεν θα άλλαζε τη φυσιογνωμία και την γραμμή του.
Αυτό φαίνεται πως δεν άρεσε στην κυβέρνηση αν κρίνουμε από τις αποκαλύψεις για διαρκείς παρεμβάσεις ώστε να τοποθετηθούν διευθυντικά στελέχη που να πρόσκεινται φιλικά προς την κυβέρνηση, αλλά και από το γεγονός ότι είναι σε εκείνο το σημείο που η κυβέρνηση αποφάσισε να ορίσει τον Β. Μαρινάκη ως τον βασικό αντίπαλό της.
Η χειραγώγηση εντείνεται
Στην πορεία προς τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εντείνει την προσπάθεια χειραγώγησης της ενημέρωσης, τουλάχιστον εκεί που μπορεί.
Καταρχάς έχουμε την κατάσταση στην ΕΡΤ. Παρότι οι πρόσφατες αλλαγές στα διοικητικά σηματοδότησαν ότι πλέον δεν ήταν ο Νίκος Παππάς που είχε τον πλήρη έλεγχο και είχε οδηγήσει ακόμη και σε προστριβές με ανθρώπους που είχαν στηρίξει τον ΣΥΡΙΖΑ και είχαν βάλει πλάτη στην επανεκκίνηση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, εντούτοις η πίεση να αποτελεί στήριγμα της κυβερνητικής πολιτικής παραμένει.
Αντίστοιχα, είναι σαφές ότι τα φιλοκυβερνητικά έντυπα όπως η ΕΦΣΥΝ είναι εντελώς στη γραμμή της συστράτευσης, χωρίς καν τη μερική κριτική αποστασιοποίηση που θα περίμενε κανείς δεδομένης της ιστορικότητάς τους. Την ίδια στιγμή τα κομματικά ΜΜΕ πρακτικά έχουν αφεθεί στην τύχη τους.Βαξεβάνης, Καρτερός, Κρέτσος
Όμως, η βασική προσπάθεια παραμένει η αξιοποίηση των όποιων ευνοϊκών προσβάσεων έχει σε «φιλικούς» ομίλους ΜΜΕ. Αυτό περιλαμβάνει τόσο τα ΜΜΕ του Ιβάν Σαββίδη όσο και άλλα όπως το Contra Channel, ενώ στον έντυπο Τύπο, ιδίως τον κυριακάτικο μπορεί να ελπίζει πάντα στην επιπλέον στήριξη από το Documento του Κώστα Βαξεβάνη αλλά και τη Νέα Σελίδα, ελπίζοντας παράλληλα να αξιοποιήσει την παραδοσιακά πιο ενεργητική παρουσία που έχει στο διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (συμπεριλαμβανομένης και της στρατιάς από τρολ που μπορεί να ενεργοποιήσει).
Και βέβαια η «γραμμή» μπορεί να περιγραφεί μόνο ως «πλήρης στράτευση». Έννοιες όπως αντικειμενικότητα και αξιοπιστία οφείλουν να κάνουν στην άκρη προς όφελος της συστηματικής αναπαραγωγής «αφηγημάτων».
Μόνο που αυτό δεν έχει καμιά σχέση με οποιαδήποτε διεκδίκηση για ένα καλύτερο τοπίο στην ενημέρωση.
Ενστερνίστηκε γρήγορα επίσης αυτό που είπε ο Ουμπέρτο Εκο: «Στην εποχή μας δεν χρειάζονται τανκς για να γίνει γίνει πραξικόπημα. Υπάρχει η τηλεόραση».
Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι παρά την υπαρκτή ιδεολογική εχθρότητα που μπορεί να επέδειξαν απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ ορισμένα από τα συστημικά ΜΜΕ, η εντυπωσιακή άνοδος του προς την εξουσία δεν εμποδίστηκε από αυτά. Άλλωστε, οι κανόνες της τηλεοπτικής αγοράς επιβάλλουν να δίνεις λόγο σε ένα ανερχόμενο και μαζικό πολιτικό ρεύμα.
Από την «αλλαγή του τοπίου» στα ΜΜΕ….
Η γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ για τα ΜΜΕ πέρασε από διάφορες φάσεις. Ας μην ξεχνάμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένας χώρος που γνωρίζει τα ΜΜΕ αφού πλήθος δημοσιογράφοι και στελέχη των μέσων ενημέρωσης (και μάλιστα σε κορυφαίες θέσεις της ιεραρχίας) είχαν πολιτική αναφορά στην αριστερά.
Ιστορικά οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τα ΜΜΕ στηρίζονταν σε ένα πλέγμα θέσεων για την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των δημοσιογράφων απέναντι στις παρεμβάσεις της εργοδοσίας, για την υπεράσπιση της δεοντολογίας και της αντικειμενικότητας, για τη στήριξη των δημόσιων και συνεταιριστικών ΜΜΕ και για την επιβολή κανόνων ιδίως στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο.
Ειδικά για την τηλεόραση, ο πυρήνας της αρχικής γραμμής ήταν ότι τα κανάλια έπρεπε πρώτον να πληρώσουν για τις άδειες και δεύτερον ότι η άδεια να συνδέεται με κανόνες ως προς το τι είναι ένα κανάλι: τι πρόγραμμα εκπέμπει, πόσους τεχνικούς έχει, πόσους δημοσιογράφους κ.λπ.
Ας μην ξεχνάμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διέθετε ιδιαίτερα έμπειρα κομματικά στελέχη που ήταν ταυτόχρονα και έμπειρα στελέχη των ΜΜΕ: αρκεί να σκεφτούμε ανθρώπους όπως ο Νίκος Φίλης ή οι αείμνηστοι Βασίλης Μουλόπουλος και Θοδωρής Μιχόπουλος.
Ιδιαίτερη ώθηση πήραν αυτές οι σκέψεις και μετά το «μαύρο» στην ΕΡΤ. Τότε γύρω από τον αγώνα για την υπεράσπιση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης είχε αναπτυχθεί μια ολόκληρη συζήτηση για το πώς θα μπορούσε μια δημόσια ΕΡΤ θα μπορούσε να λειτουργήσει ως υπόδειγμα συνολικά για τα ΜΜΕ, ως ένα παράδειγμα εναλλακτικής δημοκρατικής λειτουργίας, αξιοπιστίας και αντικειμενικότητας.
Παράλληλα, γίνονταν προσπάθειες να αναβαθμιστούν τα ΜΜΕ που ήταν πιο φιλικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή η κομματική εφημερίδα Αυγή, το κομματικό ραδιόφωνο Στο Κόκκινο, που κάποια στιγμή είχε αξιόλογη ακροαματικότητα και η με την ευρύτερη έννοια προσκείμενη Εφημερίδα των Συντακτών.
Όμως, αυτή η γραμμή δεν ήταν η μόνη μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Υπήρχε, χωρίς ποτέ να αρθρωθεί ως τέτοια, και μια άλλη: αυτή που υποστήριζε ότι το βασικό ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ να αποκτούσε φιλικά προκείμενα «συστημικά» ΜΜΕ που θα χρηματοδοτούνταν από επιχειρηματίες που θα ήθελαν να στηρίξουν την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα.
Σύμφωνα με αυτό το σχήμα δεν είχε νόημα ο ΣΥΡΙΖΑ να επενδύσει μόνο στην ΕΡΤ και στα ΜΜΕ της αριστεράς και ότι όποια προσπάθεια και εάν γινόταν για την αναβάθμισή τους, ποτέ δεν θα έφτανε την απήχηση που μπορεί να έχει ένα ιδιωτικό πανεθνικής εμβέλειας κανάλι με πλήρες ενημερωτικό και ψυχαγωγικό πρόγραμμα.
Για να γίνει αυτό έπρεπε η διαδικασία αδειοδότησης των καναλιών να μην είναι απλώς μια προσπάθεια να μπει τάξη και να πληρώσουν οι ιδιοκτήτες, αλλά μια προσπάθεια να δημιουργηθεί χώρος για νέα κανάλια, προφανώς με το να κλείσουν κάποια από τα παλιά.
Η ομολογουμένως εντυπωσιακή στράτευση των συστημικών ΜΜΕ το καλοκαίρι του 2015 υπέρ του «ΝΑΙ» στο δημοψήφισμα (πάλι χωρίς να καταφέρουν να αποτρέψουν τη νίκη του ΟΧΙ), έδωσε την έξωθεν νομιμοποίηση σε αυτή τη γραμμή.
Η γραμμή αυτή ενισχυόταν από το γεγονός ότι ένα μέρος της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ήδη από την περίοδο 2012-2015 είχε επιδοθεί σε μια προσπάθεια οικοδόμησης φιλικών σχέσεων με επιχειρηματίες, σχέσεις που είχαν να κάνουν και με την αναζήτηση αυτών που θα ήθελαν να χρηματοδοτήσουν ένα τηλεοπτικό κανάλι. Οι επαφές αυτές συνεχίστηκαν και μετά την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας.
Κατεξοχήν εκφραστής της γραμμής, που θα μπορούσε να ονομαστεί η γραμμή της «νέας διαπλοκής», ήταν ο Νίκος Παππάς που ανέλαβε και το υπουργείο που θα διαχειριζόταν αυτή τη διαδικασία.
Η ανάγκη να κλείσει το MEGA με κάθε τρόπο
Για να προωθηθεί αυτό το σχέδιο, έπρεπε να υπάρξει χώρος για νέα κανάλια και αυτό πέρναγε μέσα από το να κλείσει το MEGA.
Το MEGA μπήκε στο στόχαστρο για δύο λόγους. Από τη μια παρέμενε το πιο «βαρύ» brand στο τηλεοπτικό τοπίο. Από την άλλη, ήταν το πιο ευάλωτο. Τα οικονομικά του δεν ήταν τα καλύτερα και ένα μέρος των παλαιών μετόχων δεν είχε διάθεση να επενδύσει εκ νέου σε αυτό, την ώρα που οι τράπεζες το αντιμετώπιζαν απλώς ως ένα μηχανισμό αποπληρωμής χρεών και η κυβέρνηση περίπου ανοιχτά έλεγε ότι θα ήθελε να κλείσει.
Με το MEGA να βγαίνει εκτός ανταγωνισμού, άνοιγε περιθώριο για «νέους παίκτες» στην τηλεοπτική αγορά.
Η υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών
Όλα αυτά θα αποτυπωθούν στην υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών που θα την χειριστεί ο Νίκος Παππάς.
Η αντίληψή του θα είναι λίγες άδειες για να μπορέσουν ταυτόχρονα να εμφανιστούν νέα κανάλια αλλά και να βγουν εκτός παλαιότερα. Μόνο που αντί να το εισηγηθεί με αυτό τον τρόπο, στη βάση ζητημάτων βιωσιμότητας, ο Νίκος Παππάς προτίμησε τη διαβόητη γνωμοδότηση του «Ινστιτούτου της Φλωρεντίας» που «αποδείκνυε» ότι δεν υπήρχε περιθώριο για πολλά κανάλια, κάτι που εξαρχής θα αμφισβητηθεί.
Όμως, η διαδικασία αυτή είχε ένα πρόβλημα: το ΕΣΡ δεν είχε πλήρη σύνθεση, εφόσον η κυβέρνηση δεν ήθελε αρχικά να έχει την αναγκαία διακομματική συνεννόηση για τη διαμόρφωση της σύνθεσής του, και έτσι επιλέχτηκε να γίνει διαγωνισμός χωρίς το ΕΣΡ, παρότι ήταν γνωστό εξαρχής ότι κάτι τέτοιο οδηγούσε νομοτελειακά σε ερώτημα συνταγματικότητας, εφόσον το Σύνταγμα είναι ιδιαίτερα σαφές επ’ αυτού.
Ωστόσο, ο Νίκος Παππάς θα επιμείνει στο διαγωνισμό και ο ΣΥΡΙΖΑ θα πιστέψει ότι είχε βρει αυτό που έψαχνε, δηλαδή έναν επιχειρηματία που θα επένδυε σε ένα φιλοκυβερνητικό κανάλι, στο πρόσωπο του Χρ. Καλογρίτσα.
Η συνέχεια είναι γνωστή: ο Χρ. Καλογρίτσας θα αποδειχτεί ότι δεν έχει την αναγκαία κεφαλαιακή επάρκεια και τη θέση του θα καταλάβει ο Ιβάν Σαββίδης. Θυμόμαστε τις «πέτσινες» εγγυητικές ή τα βοσκοτόπια της Ιθάκης που αποδείχθηκαν και δανεικά.
Πλέον μάλιστα, γνωρίζουμε και όλες τις διαστάσεις της υπόθεσης μετά και τις αποκαλύψεις του Β. Μαρινάκη, που δεν έχουν διαψευστεί ως προς τον πυρήνα τους από την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση παράλληλα συζητούσε και με τον κ. Μαρινάκη και μάλιστα ζητώντας του να βοηθήσει και τον κ. Καλογρίτσα στην οικονομική δυσκολία που είχε.
Βέβαια, μετά θα έχουμε την σχεδόν προαναγγελθείσα ακύρωση του διαγωνισμού από το ΣτΕ στη βάση της απουσίας του ΕΣΡ από την όλη διαδικασία.
Ας σημειώσουμε εδώ ότι ακόμη και η μικρή πιθανότητα που μπορεί να υπήρχε το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο της χώρας να αποφάσιζε υπέρ του σύννομου με επίκληση του δημόσιου συμφέροντος εν μέσω της εμπλοκής με το ΕΣΡ, μάλλον ακυρώθηκε όταν υπήρξαν διαρροές στον Τύπου που αφορούσαν την προσωπική ζωή υψηλόβαθμου και με μεγάλο κύρος μέλους του δικαστηρίου.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η κυβέρνηση να υποχρεωθεί να αναθεωρήσει τη σχετική νομοθεσία, να προχωρήσει σε συνεννόηση με την αντιπολίτευση για τη σύνθεση του ΕΣΡ και να προχωρήσει σε νέα αδειοδότηση, χωρίς αμφισβητήσεις αυτή τη φορά. Έξι κανάλια θα αδειοδοτηθούν, δύο άδειες θα μείνουν αδιάθετες και για τη μία έχει καταθέσει, όπως προβλέπει ο νόμος, φάκελο διεκδίκησης η Alter Ego του Β. Μαρινάκη.
Η μάχη για τον έλεγχο του «Έθνους» και του ΔΟΛ
«Πάρτε το Έθνος στα χέρια σας» ήταν το διαφημιστικό σύνθημα για την επανέκδοση της ιστορικής εφημερίδας το 1981. Θα μπορούσε να είναι και η προτροπή του ΣΥΡΙΖΑ όταν φάνηκε ότι η πλευρά Μπόμπολα αποσυρόταν από τα υπερχρεωμένα ΜΜΕ της.
Εκεί θα εμφανιστεί ο Ιβάν Σαββίδης που ούτως ή άλλως είχε αποφασίσει να μπει στα ΜΜΕ και θα διεκδικήσει τον ιστορικό τίτλο, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα και ότι η εφημερίδα δεν θα ήταν επιθετική απέναντι στην κυβέρνηση, γραμμή που επίσης θα δοθεί και στο Open Channel. Πολλά θα μπορούσαν να ειπωθούν για αυτό το deal, ακόμη και προσυμφωνημένες καταστάσεις με τον πρώην ιδιοκτήτη.
Όμως, η μεγάλη μάχη για είναι για τους τίτλους του τέως ΔΟΛ, μια που επρόκειτο για τίτλους με πολύ μεγάλη ιστορία και κύρος, αλλά και με ένα ιδιαίτερα έμπειρο και με κύρος δημοσιογραφικό δυναμικό.
Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση ήθελε πάρα πολύ τα ΜΜΕ αυτά να κατέληγαν σε έναν επιχειρηματία που θα εξασφάλιζε φιλοκυβερνητική στάση. Όμως, επειδή ήταν μια ανοιχτή διαδικασία πλειστηριασμού οι τίτλοι και τα άλλα περιουσιακή στοιχεία του ΔΟΛ βρέθηκαν στην Alter Ego του Β. Μαρινάκη, που δεσμεύτηκε ότι δεν θα άλλαζε τη φυσιογνωμία και την γραμμή του.
Αυτό φαίνεται πως δεν άρεσε στην κυβέρνηση αν κρίνουμε από τις αποκαλύψεις για διαρκείς παρεμβάσεις ώστε να τοποθετηθούν διευθυντικά στελέχη που να πρόσκεινται φιλικά προς την κυβέρνηση, αλλά και από το γεγονός ότι είναι σε εκείνο το σημείο που η κυβέρνηση αποφάσισε να ορίσει τον Β. Μαρινάκη ως τον βασικό αντίπαλό της.
Η χειραγώγηση εντείνεται
Στην πορεία προς τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εντείνει την προσπάθεια χειραγώγησης της ενημέρωσης, τουλάχιστον εκεί που μπορεί.
Καταρχάς έχουμε την κατάσταση στην ΕΡΤ. Παρότι οι πρόσφατες αλλαγές στα διοικητικά σηματοδότησαν ότι πλέον δεν ήταν ο Νίκος Παππάς που είχε τον πλήρη έλεγχο και είχε οδηγήσει ακόμη και σε προστριβές με ανθρώπους που είχαν στηρίξει τον ΣΥΡΙΖΑ και είχαν βάλει πλάτη στην επανεκκίνηση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης, εντούτοις η πίεση να αποτελεί στήριγμα της κυβερνητικής πολιτικής παραμένει.
Αντίστοιχα, είναι σαφές ότι τα φιλοκυβερνητικά έντυπα όπως η ΕΦΣΥΝ είναι εντελώς στη γραμμή της συστράτευσης, χωρίς καν τη μερική κριτική αποστασιοποίηση που θα περίμενε κανείς δεδομένης της ιστορικότητάς τους. Την ίδια στιγμή τα κομματικά ΜΜΕ πρακτικά έχουν αφεθεί στην τύχη τους.Βαξεβάνης, Καρτερός, Κρέτσος
Όμως, η βασική προσπάθεια παραμένει η αξιοποίηση των όποιων ευνοϊκών προσβάσεων έχει σε «φιλικούς» ομίλους ΜΜΕ. Αυτό περιλαμβάνει τόσο τα ΜΜΕ του Ιβάν Σαββίδη όσο και άλλα όπως το Contra Channel, ενώ στον έντυπο Τύπο, ιδίως τον κυριακάτικο μπορεί να ελπίζει πάντα στην επιπλέον στήριξη από το Documento του Κώστα Βαξεβάνη αλλά και τη Νέα Σελίδα, ελπίζοντας παράλληλα να αξιοποιήσει την παραδοσιακά πιο ενεργητική παρουσία που έχει στο διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (συμπεριλαμβανομένης και της στρατιάς από τρολ που μπορεί να ενεργοποιήσει).
Και βέβαια η «γραμμή» μπορεί να περιγραφεί μόνο ως «πλήρης στράτευση». Έννοιες όπως αντικειμενικότητα και αξιοπιστία οφείλουν να κάνουν στην άκρη προς όφελος της συστηματικής αναπαραγωγής «αφηγημάτων».
Μόνο που αυτό δεν έχει καμιά σχέση με οποιαδήποτε διεκδίκηση για ένα καλύτερο τοπίο στην ενημέρωση.