2019/05/23

Η χαμηλή πτήση της ελληνικής οικονομίας – Τι εμποδίζει υψηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης

Ρυθμοί ανάπτυξης της τάξης του 2% αποτελούν την ελάχιστη απόδοση μετά από σωρευτική απώλεια ΑΕΠ άνω του 25%, είναι εξαιρετικά ευάλωτοι καθώς εξαρτώνται κατά 50% από τον τουρισμό, και απέχουν αισθητά από την κλίμακα του 4% που θα ήταν σε θέση να αλλάξει την εικόνα στην ελληνική οικονομία. Σε αυτήν τη διαπίστωση συγκλίνουν νούμερα και εκτιμήσεις εμπειρογνωμόνων που προβληματίζουν, καταδεικνύοντας συνθήκες στασιμότητας οι οποίες διατηρούν τα σύννεφα στην καθημερινότητα εργαζομένων και επιχειρήσεων. Κρεσέντο προεκλογικών παροχών θέτει σε κίνδυνο τους δημοσιονομικούς στόχους, αφού αυτοί επιτεύχθηκαν με επιθετική φορολόγηση και υποεκτέλεση δαπανών. «Καμπανάκι» από τις απογοητευτικές επιδόσεις στον τομέα των επενδύσεων.

Από το 2015 ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ελλάδα διαψεύδει επί τα χείρω τις αρχικές προβλέψεις τόσο της ελληνικής κυβέρνησης όσο και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Το 2018, η αύξηση του ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 1,9%, έναντι τελικής πρόβλεψης του κρατικού προϋπολογισμού για 2,1% και της Κομισιόν για 2%.

Η παρατεταμένη απουσία επαρκών ενδείξεων ότι δημιουργούνται συνθήκες ουσιαστικής επιτάχυνσης της οικονομικής δραστηριότητας στην Ελλάδα διαμορφώνει μια εικόνα καθηλωτικής στασιμότητας, αρχικά μέσα σε ένα εξαιρετικά ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον -θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης στην Ευρωζώνη, οι οποίοι συνδυάστηκαν με μεγάλη πτώση της τιμής του πετρελαίου- και πλέον σε ένα τοπίο επιβράδυνσης της παγκόσμιας οικονομίας, γεγονός που δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο το εγχείρημα της δυναμικής ανάκαμψης. Το ερώτημα είναι πού οφείλονται οι ρυθμοί ανάπτυξης των τελευταίων ετών και γιατί δεν έχει δουλέψει το περίφημο ελατήριο της ελληνικής οικονομίας μετά την πολυετή ύφεση.

Πώς αυξήθηκε το ΑΕΠ το 2018

Το περασμένο έτος η δραστηριότητα των κλάδων ενισχύθηκε κατά μέσο όρο 1,8% έναντι 2% το 2017.

Σύμφωνα με τη μακροοικονομική ανάλυση του ΙΟΒΕ, η άνοδος ήταν μεγαλύτερη στις κατασκευές, όπου η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ανήλθε σε 7,1%. Μεσολάβησαν με 5,5% οι επαγγελματικές - επιστημονικές - τεχνικές - διοικητικές δραστηριότητες, για να ακολουθήσει η κατηγορία χονδρικό - λιανικό εμπόριο / μεταφορές – αποθήκευση / ξενοδοχεία – εστιατόρια, με αύξηση 4,2%. Έπονται ο πρωτογενής τομέας με 3,8%, η βιομηχανία με 1,7% και οι τέχνες - διασκέδαση - ψυχαγωγία με 1,9%. Η μικρότερη άνοδος (0,8%) σημειώθηκε στη δημόσια διοίκηση – άμυνα – κοινωνική ασφάλιση. Αμετάβλητη ήταν η δραστηριότητα στη διαχείριση ακίνητης περιουσίας (0,2%) και την ενημέρωση (0,1%). Σημειωτέον, προσεγγίζοντας το ΑΕΠ από την πλευρά της παραγωγής, η αύξηση της εγχώριας ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας επιταχύνθηκε στο τελευταίο τρίμηνο του περασμένου έτους σε 1,7% από 1,4%. Η επιτάχυνση, παρά την επιβράδυνση του ΑΕΠ, αποδίδεται στη σαφώς μικρότερη άνοδο των φορών, στο τρίμηνο Οκτωβρίου – Δεκεμβρίου, κατά 2,4% από 5,8%.

Σύμφωνα με την ενημέρωση της Τράπεζας της Ελλάδος, στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας το 2018 συνέβαλε κυρίως η αύξηση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, ως αποτέλεσμα κατά βάση των εξαιρετικά καλών επιδόσεων του τουρισμού, με άνοδο των καθαρών εσόδων από ταξιδιωτικές υπηρεσίες. «Η καλή τουριστική χρονιά συνέβαλε στην αύξηση της απασχόλησης, στην ενίσχυση των αποτελεσμάτων των επιχειρήσεων, κυρίως στις υπηρεσίες και το εμπόριο, καθώς και στην ενδυνάμωση του διαθέσιμου εισοδήματος και της κατανάλωσης των νοικοκυριών. Ωστόσο, η επενδυτική δαπάνη της οικονομίας παρέμεινε σε επίπεδα χαμηλότερα των αναγκαίων για την επίτευξη διατηρήσιμων και υψηλών ρυθμών ανάπτυξης, παρά το γεγονός ότι κρίσιμες κατηγορίες επενδύσεων όπως αυτές του μηχανολογικού εξοπλισμού και των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών ενισχύθηκαν με υψηλούς ρυθμούς», υπογραμμίζει η ΤτΕ, η οποία προσθέτει: «Οι εξαγωγές υπηρεσιών διατήρησαν τον δυναμισμό τους (9,3%), κυρίως λόγω της συνεχιζόμενης ανόδου των τουριστικών εισπράξεων και δευτερευόντως χάρη στην αύξηση των εσόδων από τη ναυτιλία».

Σύμφωνα με τη μονάδα τεκμηρίωσης του ΣΕΒ, το 2018 η ανάκαμψη βασίστηκε κυρίως στις εξαγωγές αγαθών (μεταποίηση) και υπηρεσιών (τουρισμός, ναυτιλία), οι οποίες παρουσίασαν άνοδο κατά +8,4% και +9% αντίστοιχα, συμβάλλοντας κατά +1,5 π.μ. και +1,3 π.μ. αντίστοιχα στην αύξηση του ΑΕΠ, και στην ιδιωτική κατανάλωση, η οποία ενισχύθηκε κατά +1,1%, συμβάλλοντας κατά +0,8 π.μ. στην αύξηση του ΑΕΠ (Δ01 και Δ02), ως αποτέλεσμα κυρίως της ανόδου των αμοιβών ανά μισθωτό κατά +1,3%, την ώρα που η παραγωγικότητα ανά απασχολούμενο αυξήθηκε οριακά (+0,1%).