Η Σουλτανίτζα
(Το όνειρο που θυμήθηκε να με ξυπνήσει)
Ξύπνια είμαι Πλουμού, μη νομίζεις πως κοιμάμαι! Άνοιξε τις κουρτίνες και κάθισε να σου πω για χθες. Ήταν μια υπέροχη βραδιά! Με το που μπήκαμε στο ανάκτορο, ένιωσα όλα τα βλέμματα να καρφώνονται πάνω μου. Μία αμηχανία διαπέρασε όλο το σώμα μου σαν ρεύμα.
Ο βασιλικός χορός μόλις είχε αρχίσει και εμείς, όπως πάντα, αργοπορημένοι. Ως προσκεκλημένοι καθίσαμε στο κεντρικό τραπέζι, σχεδόν δίπλα στον Βασιλιά. Παντού έβλεπες εκλεκτές δεσποινίδες που χόρευαν σαν πεταλούδες μέσα στα πολύχρωμα αέρινα φορέματα και να λιώνουν, να λιώνουν στα χέρια τον αγοριών που μαγεμένοι από την ομορφιά τους λικνίζονταν στον αέρα, κάτω από τους ήχους της μουσικής. Εκθαμβωτική όπως ήμουν, με το λευκό μεταξωτό φόρεμα να χαϊδεύει το λεπτό σώμα μου, τα λαμπερά κοσμήματα να κρέμονται στο λαιμό και την κόμη να μαρτυρά Παριζιάνικο στιλ, έκανα όλο το παλάτι να μιλάει για μένα.
Οι γυναίκες με ρώταγαν για τη ζωή στο Παρίσι, για τα boudoir, για τη φημισμένη πλατεία Valencienne με τα γνωστά καμπαρέ και μου τόνιζαν πολλές φορές το πόσο τυχερή ήμουν που έζησα εκεί. Μη με διακόπτεις σε παρακαλώ! Ξέρω τι θα μου πεις, αλλά εγώ το βαρέθηκα! Εκεί οι άντρες δεν αγαπάνε. Σε χρησιμοποιούνε για ένα βράδυ και μετά σε πετάνε. Μα τι ανόητη που είσαι; Ποιος νοιάζεται στο Παρίσι αν είσαι καλή νοικοκυρά εσύ ή όχι ή αν ανοίγεις φύλο ή αν πλέκεις; Αν δεν ξέρεις γράμματα Πλουμού δεν σε θέλει κανείς, κατάλαβες, κανείς!
Λοιπόν, καθόμουν στο τραπέζι, δίπλα στον άντρα μου και νιώθω ένα χέρι να με ακουμπά απαλά στην πλάτη. Γυρίζω και τι να δω; -Τον εγγλέζο του βαποριού; - Τον συνταγματάρχη Καλλίστρατο! Εκείνον τον όμορφο που συνάντησα στην Κωνσταντινούπολη. Αχ Πλουμού έπρεπε να ήσουν εκεί να δεις το βλέμμα του. Μου ζήτησε να χορέψουμε και εγώ γοητευμένη αφέθηκα στην αγκαλιά του. Καταμάγεψε τις αισθήσεις, μου έκλεψε την καρδιά, μία φλόγα έκαιγε μέσα μου. Λιώνω Πλουμού, λιώνω!
Ένας ήλιος ανατέλλει μέσα μου, ένας ήλιος που μου καίει τα σωθικά! Από την άλλη έβλεπα τον σύζυγό μου να τον βασανίζουν υποψίες. Με το ένα χέρι κρατούσε το τσιγάρο και με το άλλο προσπαθούσε να κρύψει την ταραχή που είχε προβάλλει και επισκίαζε το βλέμμα του. Τελειώνοντας το χορό , ο Καλλίστρατος μου άφησε ένα γράμμα στο χέρι και έφυγε, χάθηκε στο πλήθος σαν όνειρο που έστω στα τριάντα μου χρόνια θυμήθηκε να με ξυπνήσει. Μου γράφει για τα δυνατά αισθήματα που νιώθει για μένα Πλουμού, ότι από την πρώτη φορά που με είδε στην Κωνσταντινούπολη έχασε τον ύπνο του και ότι πρέπει να κάνω κάτι για να είμαστε μαζί γιατί ο κόσμος χωρίς εμένα είναι ένας άβυσσος.
Ω Θεέ μου!
Τα πάθη είναι επικίνδυνοι!
Το σώμα μου καίγεται, η ψυχή μου μαραίνεται, λυπήσου με!
Θέλω τα χείλη μου να τα κολλήσω στα χείλη του. Το κορμί μου να ξεδιψά πάνω στο δικό του! Ο ήλιος δεν με ζεσταίνει πια, έξω η φύση μελαγχολεί, τα φύλλα των δέντρων μαράθηκαν, το ποτάμι πια είναι δίχως νερό γιατί έγινε δάκρυα να βρέξει τα μάτια μου, παντού μελαγχολία με περιτριγυρίζει!
-Αχ κυρά μου, χάσατε το μυαλό σας!
-Μη μου φαρμακώνεις τις στιγμές Πλουμού, μη μου μαραίνεις τις ελπίδες!
Ποια γλώσσα μπορεί να εκφράζει τον έρωτά μου για εκείνον, ποια χρώματα μπορούνε να ζωγραφίζουν αυτό που νιώθω; Φέρε μου την άρπα να σκορπίσω μελωδίες αγάπης στον αέρα.
-Ακούς; Είναι ο κρότος της άμαξάς του!
Κατά φωνή να τον κι’ όλας!
Είναι έξω, με περιμένει!
Φεύγω Πλουμού, το πεπρωμένο μου στέκεται εκεί έξω, με περιμένει, ήρθε να με πάρει. Είναι μάταιο να θυσιάζω την αγάπη.
Η Σουλτανίτζα πετάχτηκε σαν αστραπή έξω και έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω της αφήνοντας απ’ έξω το παρελθόν.
Βαγγελίτσα (Μελίνα) Κατίου Θεατρολόγος _ ΣκηνοθέτηςΥποψήφια Δημοτική Σύμβουλος με την Δημοτική Αναγέννηση και επικεφαλή την Τζένη Ταπραντζή Κοίλια