Για «αστήριχτες συκοφαντίες, ψέμα και αθλιότητα» για τον πατέρα του κάνει λόγο ο Αλέξης Τσίπρας, μετά τις χθεσινές αναφορές του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή.
Σε εκτενές κείμενό του στο Facebook, ο πρωθυπουργός δηλώνει πως στη μνήμη του πατέρα μου χρωστά μια απάντηση-δυο κουβέντες για αυτόν.
Πιο αναλυτικά, γράφει:
«Στη χθεσινή συζήτηση στη Βουλή δε θέλησα να δώσω συνέχεια στον κατήφορο της αθλιότητας, με δεύτερη απάντηση στον υβριστή. Προτίμησα έναν στίχο του Αναγνωστάκη.
Επειδή όμως το να υβρίζει και να συκοφαντεί κανείς ζώντες είναι μια φορά αθλιότητα, το να υβρίζει και να συκοφαντεί νεκρούς που δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους είναι ανείπωτη αθλιότητα, αισθάνομαι την ανάγκη να γράψω δυο κουβέντες για τον πατέρα μου έτσι όπως τον θυμάμαι, έτσι όπως τον θυμούνται όσοι τον γνώρισαν.
Ο πατέρας μου δεν ήταν δημόσιο πρόσωπο για να μπορεί κανείς να έχει μια αντικειμενική εικόνα για τη ζωή και την περπατησιά του. Όσοι τον ζήσανε και τον γνωρίσανε, έχουν καθαρή εικόνα που κανείς συκοφάντης, καμία αθλιότητα δε μπορεί να τη διαβάλει.
Στο ορεινό Αθαμάνιο της Άρτας που γεννήθηκε και μεγάλωσε από μια φτωχή οικογένεια, στα Γιάννενα, που πήγε στο μικρό Πολυτεχνείο και αργότερα στην Ξάνθη, στην Καβάλα, στην Κρήτη, στην Πρέβεζα, στην Αλεξανδρούπολη, αλλά και στην Αραβία όπου δούλεψε σκληρά και έντιμα για να ζήσει την οικογένειά του.
Στη μεγάλη πλειονότητα της κοινής γνώμης όμως που δεν τον γνώρισε και δεν τον έζησε, το ψέμα και η αθλιότητα διαδίδεται και όταν δεν λάβει απάντηση κατακάθεται ως πλαστογραφημένη αλήθεια.
Εδώ και αρκετά χρόνια, μετά την εκλογή μου ως προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ κυκλοφόρησε από διαφορά περιθωριακά έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα της Ακροδεξιάς η αστήρικτη κατηγορία ότι ο πατέρας μου ήταν φίλος της Χούντας και ότι δήθεν ήταν ιδιοκτήτης μιας Τεχνικής εταιρείας με την ονομασία Σκαπανέας που έπαιρνε, λένε, έργα από τη Χούντα.
Αρχικά δεν έδωσα σημασία.
Όταν αυτά τα επανέλαβε ο αρχηγός του ΛΑΟΣ, κος Καρατζαφέρης, του απάντησα δημόσια. Προς τιμήν του δεν επανήλθε. Επανήλθαν όμως τα κίτρινα αντικυβερνητικά έντυπα όταν εκλέχτηκα πρωθυπουργός αναπαράγοντας την αθλιότητα.
Ούτε τότε έδωσα σημασία.
Δεν περίμενα όμως ότι τις αστήριχτες συκοφαντίες, το ψέμα και την αθλιότητα θα υιοθετούσε και ο αρχηγός της αντιπολίτευσης σε μια συζήτηση στη Βουλή. Στη μνήμη του πατέρα μου, λοιπόν, χρωστώ μια απάντηση.
Όχι στο τίποτα του κου Μητσοτάκη, αλλά στην αλήθεια.
Ο πατέρας μου λοιπόν, ο Παύλος Τσίπρας, γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια φτωχή και δημοκρατική οικογένεια σε ένα χωριό που στην Αντίσταση ήταν με το ΕΑΜ.
Ο πατέρας μου περιέγραφε με καμάρι ότι ο πάππους μου, που δε γνώρισα γιατί έφυγε νέος από τη ζωή, ήταν γραμματέας του χωριού διορισμένος από το ΕΑΜ και στο φτωχικό του σπίτι έμενε η ηγεσία του ΕΛΑΣ όταν περνούσε από το χωριό.
Στα δύσκολα χρόνια του μετεμφυλιακού κράτους αυτός ήταν ο λόγος που η οικογένειά του όπως όλες που ήταν με το ΕΑΜ στη κατοχή, βρέθηκε στο περιθώριο.
Κατάφερε όμως, όπως πολλοί άλλοι, παρά τη φτώχεια να μάθει γράμματα και με το υστέρημα της οικογένειας να σπουδάσει μηχανικός στα Γιάννενα και ο αδελφός του στην Αθήνα.
Στη δεκαετία του 60, ξεκίνησε να δουλεύει ως νέος μηχανικός σε δημόσια έργα σε μια εποχή δύσκολη για όσους είχαν γκρίζο φάκελο κοινωνικών φρονημάτων.
Παρ’ όλ’ αυτά με σκληρή δουλειά κατάφερε, όπως πολλοί άλλοι να περάσει από τη φτώχεια στη μεσαία τάξη. Τα πολιτικά του φρονήματα δεν άλλαξαν ποτέ.
Αγόραζε την Αυγή και μια δεύτερη εφημερίδα πάντα για να την τυλίγει για να μην τον βλέπουν.
Δεν ήταν οργανωμένος στην Αριστερά αλλά ψήφιζε πάντα την ΕΔΑ, όταν μπορούσε. Γιατί στις εκλογές της μεγάλης πόλωσης και της τρομοκρατίας οι εγκάθετοι του καθεστώτος στο χωριό τον απειλούσαν να μην εμφανιστεί στο εκλογικό τμήμα.
Αργότερα όταν ήρθε η Χούντα άρχισαν τα προβλήματα. Όχι μόνο δε συνεργάστηκε μαζί τους αλλά γνώρισε και τη φιλοξενία τους στα κρατητήρια του καθεστώτος.
Τον Οκτώβρη του 67 δούλευε μαζί με τον αδελφό του στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ο πατέρας μου ήταν λιγότερο ενεργός αλλά ο θείος είχε διασύνδεση με κάποιους πυρήνες της Δημοκρατικής Άμυνας.
Έτσι συνέδραμαν με εκρηκτικά υλικά από το εργοτάξιο της τεχνικής εταιρείας σε μια βομβιστική επίθεση στη πλατεία Λιονταριών στο Ηράκλειο.
Η Χούντα τους αναζήτησε.
Ο θείος κατάφερε να δραπετεύσει. Συνελήφθησαν ο πατέρας μου και η γυναίκα του θείου μου, η Δέσποινα. Έμειναν ενάμιση μήνα στη φυλακή. Αποφυλακίστηκαν μετά τη δίκη γιατί δε βρέθηκαν επαρκή στοιχεία.
Αποφυλακίστηκε μεν, αλλά το μητρώο φρονημάτων του έγινε ακόμη βαρύτερο. Έτσι το 70 δεν μπόρεσε να ανανεώσει το πτυχίο του με αποτέλεσμα να μη μπορεί ο ίδιος να συμμετάσχει σε διαγωνισμούς. Και λίγο αργότερα, το 72 αναγκάστηκε μαζί με τον αδελφό του να φύγει από τη χώρα για να δουλέψουν ως μηχανικοί στη Σαουδική Αραβία.
Ύστερα ήρθε η μεταπολίτευση.
Ο πατέρας μου εντάχθηκε όπως χιλιάδες αριστεροί και ομογενείς στο μεγάλο ρεύμα του ΠΑΣΟΚ εκείνη την εποχή.
Στήριξε με πάθος το ΠΑΣΟΚ, χωρίς να ανήκει σε αυτούς που κέρδισαν δουλειές ή εύνοια. Θυμάμαι ακόμη τους μεγάλους τσακωμούς μας στο οικογενειακό τραπέζι το 89, όταν εγώ και τα αδέλφια μου, οργανωμένοι στην Αριστερά επικροτούσαμε τις αποφάσεις του Κόμματος και αυτός υπερασπιζόταν με πάθος τον Παπανδρέου.
Αυτή είναι συνοπτικά η αληθινή οικογενειακή μου ιστορία.
Δεν ισχυρίζομαι ότι ο πατέρας μου ήταν αντιστασιακός.
Ανήκε όμως, στη μεγάλη πλειοψηφία των προοδευτικών, δημοκρατικών ανθρώπων που παρά το ότι δε βρέθηκαν στη πρώτη γραμμή της αντίστασης είχαν πάντα καθαρή τη συνείδηση και το πολιτικό τους φρόνημα.
Κατάφερε με εντιμότητα και σκληρή δουλειά, όχι να κάνει μεγάλη περιουσία αλλά να ζήσει την οικογένειά του με αξιοπρέπεια.
Και θα τον θυμάμαι πάντα με πολλή αγάπη και περηφάνεια» καταλήγει ο πρωθυπουργός.
Σε εκτενές κείμενό του στο Facebook, ο πρωθυπουργός δηλώνει πως στη μνήμη του πατέρα μου χρωστά μια απάντηση-δυο κουβέντες για αυτόν.
Πιο αναλυτικά, γράφει:
«Στη χθεσινή συζήτηση στη Βουλή δε θέλησα να δώσω συνέχεια στον κατήφορο της αθλιότητας, με δεύτερη απάντηση στον υβριστή. Προτίμησα έναν στίχο του Αναγνωστάκη.
Επειδή όμως το να υβρίζει και να συκοφαντεί κανείς ζώντες είναι μια φορά αθλιότητα, το να υβρίζει και να συκοφαντεί νεκρούς που δεν μπορούν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους είναι ανείπωτη αθλιότητα, αισθάνομαι την ανάγκη να γράψω δυο κουβέντες για τον πατέρα μου έτσι όπως τον θυμάμαι, έτσι όπως τον θυμούνται όσοι τον γνώρισαν.
Ο πατέρας μου δεν ήταν δημόσιο πρόσωπο για να μπορεί κανείς να έχει μια αντικειμενική εικόνα για τη ζωή και την περπατησιά του. Όσοι τον ζήσανε και τον γνωρίσανε, έχουν καθαρή εικόνα που κανείς συκοφάντης, καμία αθλιότητα δε μπορεί να τη διαβάλει.
Στο ορεινό Αθαμάνιο της Άρτας που γεννήθηκε και μεγάλωσε από μια φτωχή οικογένεια, στα Γιάννενα, που πήγε στο μικρό Πολυτεχνείο και αργότερα στην Ξάνθη, στην Καβάλα, στην Κρήτη, στην Πρέβεζα, στην Αλεξανδρούπολη, αλλά και στην Αραβία όπου δούλεψε σκληρά και έντιμα για να ζήσει την οικογένειά του.
Στη μεγάλη πλειονότητα της κοινής γνώμης όμως που δεν τον γνώρισε και δεν τον έζησε, το ψέμα και η αθλιότητα διαδίδεται και όταν δεν λάβει απάντηση κατακάθεται ως πλαστογραφημένη αλήθεια.
Εδώ και αρκετά χρόνια, μετά την εκλογή μου ως προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ κυκλοφόρησε από διαφορά περιθωριακά έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα της Ακροδεξιάς η αστήρικτη κατηγορία ότι ο πατέρας μου ήταν φίλος της Χούντας και ότι δήθεν ήταν ιδιοκτήτης μιας Τεχνικής εταιρείας με την ονομασία Σκαπανέας που έπαιρνε, λένε, έργα από τη Χούντα.
Αρχικά δεν έδωσα σημασία.
Όταν αυτά τα επανέλαβε ο αρχηγός του ΛΑΟΣ, κος Καρατζαφέρης, του απάντησα δημόσια. Προς τιμήν του δεν επανήλθε. Επανήλθαν όμως τα κίτρινα αντικυβερνητικά έντυπα όταν εκλέχτηκα πρωθυπουργός αναπαράγοντας την αθλιότητα.
Ούτε τότε έδωσα σημασία.
Δεν περίμενα όμως ότι τις αστήριχτες συκοφαντίες, το ψέμα και την αθλιότητα θα υιοθετούσε και ο αρχηγός της αντιπολίτευσης σε μια συζήτηση στη Βουλή. Στη μνήμη του πατέρα μου, λοιπόν, χρωστώ μια απάντηση.
Όχι στο τίποτα του κου Μητσοτάκη, αλλά στην αλήθεια.
Ο πατέρας μου λοιπόν, ο Παύλος Τσίπρας, γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια φτωχή και δημοκρατική οικογένεια σε ένα χωριό που στην Αντίσταση ήταν με το ΕΑΜ.
Ο πατέρας μου περιέγραφε με καμάρι ότι ο πάππους μου, που δε γνώρισα γιατί έφυγε νέος από τη ζωή, ήταν γραμματέας του χωριού διορισμένος από το ΕΑΜ και στο φτωχικό του σπίτι έμενε η ηγεσία του ΕΛΑΣ όταν περνούσε από το χωριό.
Στα δύσκολα χρόνια του μετεμφυλιακού κράτους αυτός ήταν ο λόγος που η οικογένειά του όπως όλες που ήταν με το ΕΑΜ στη κατοχή, βρέθηκε στο περιθώριο.
Κατάφερε όμως, όπως πολλοί άλλοι, παρά τη φτώχεια να μάθει γράμματα και με το υστέρημα της οικογένειας να σπουδάσει μηχανικός στα Γιάννενα και ο αδελφός του στην Αθήνα.
Στη δεκαετία του 60, ξεκίνησε να δουλεύει ως νέος μηχανικός σε δημόσια έργα σε μια εποχή δύσκολη για όσους είχαν γκρίζο φάκελο κοινωνικών φρονημάτων.
Παρ’ όλ’ αυτά με σκληρή δουλειά κατάφερε, όπως πολλοί άλλοι να περάσει από τη φτώχεια στη μεσαία τάξη. Τα πολιτικά του φρονήματα δεν άλλαξαν ποτέ.
Αγόραζε την Αυγή και μια δεύτερη εφημερίδα πάντα για να την τυλίγει για να μην τον βλέπουν.
Δεν ήταν οργανωμένος στην Αριστερά αλλά ψήφιζε πάντα την ΕΔΑ, όταν μπορούσε. Γιατί στις εκλογές της μεγάλης πόλωσης και της τρομοκρατίας οι εγκάθετοι του καθεστώτος στο χωριό τον απειλούσαν να μην εμφανιστεί στο εκλογικό τμήμα.
Αργότερα όταν ήρθε η Χούντα άρχισαν τα προβλήματα. Όχι μόνο δε συνεργάστηκε μαζί τους αλλά γνώρισε και τη φιλοξενία τους στα κρατητήρια του καθεστώτος.
Τον Οκτώβρη του 67 δούλευε μαζί με τον αδελφό του στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ο πατέρας μου ήταν λιγότερο ενεργός αλλά ο θείος είχε διασύνδεση με κάποιους πυρήνες της Δημοκρατικής Άμυνας.
Έτσι συνέδραμαν με εκρηκτικά υλικά από το εργοτάξιο της τεχνικής εταιρείας σε μια βομβιστική επίθεση στη πλατεία Λιονταριών στο Ηράκλειο.
Η Χούντα τους αναζήτησε.
Ο θείος κατάφερε να δραπετεύσει. Συνελήφθησαν ο πατέρας μου και η γυναίκα του θείου μου, η Δέσποινα. Έμειναν ενάμιση μήνα στη φυλακή. Αποφυλακίστηκαν μετά τη δίκη γιατί δε βρέθηκαν επαρκή στοιχεία.
Αποφυλακίστηκε μεν, αλλά το μητρώο φρονημάτων του έγινε ακόμη βαρύτερο. Έτσι το 70 δεν μπόρεσε να ανανεώσει το πτυχίο του με αποτέλεσμα να μη μπορεί ο ίδιος να συμμετάσχει σε διαγωνισμούς. Και λίγο αργότερα, το 72 αναγκάστηκε μαζί με τον αδελφό του να φύγει από τη χώρα για να δουλέψουν ως μηχανικοί στη Σαουδική Αραβία.
Ύστερα ήρθε η μεταπολίτευση.
Ο πατέρας μου εντάχθηκε όπως χιλιάδες αριστεροί και ομογενείς στο μεγάλο ρεύμα του ΠΑΣΟΚ εκείνη την εποχή.
Στήριξε με πάθος το ΠΑΣΟΚ, χωρίς να ανήκει σε αυτούς που κέρδισαν δουλειές ή εύνοια. Θυμάμαι ακόμη τους μεγάλους τσακωμούς μας στο οικογενειακό τραπέζι το 89, όταν εγώ και τα αδέλφια μου, οργανωμένοι στην Αριστερά επικροτούσαμε τις αποφάσεις του Κόμματος και αυτός υπερασπιζόταν με πάθος τον Παπανδρέου.
Αυτή είναι συνοπτικά η αληθινή οικογενειακή μου ιστορία.
Δεν ισχυρίζομαι ότι ο πατέρας μου ήταν αντιστασιακός.
Ανήκε όμως, στη μεγάλη πλειοψηφία των προοδευτικών, δημοκρατικών ανθρώπων που παρά το ότι δε βρέθηκαν στη πρώτη γραμμή της αντίστασης είχαν πάντα καθαρή τη συνείδηση και το πολιτικό τους φρόνημα.
Κατάφερε με εντιμότητα και σκληρή δουλειά, όχι να κάνει μεγάλη περιουσία αλλά να ζήσει την οικογένειά του με αξιοπρέπεια.
Και θα τον θυμάμαι πάντα με πολλή αγάπη και περηφάνεια» καταλήγει ο πρωθυπουργός.