Την επανεξέταση του νομοθετικού καθεστώτος για τον χαρακτηρισμό των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο ως «ανεπίδεκτων είσπραξης» μελετούν η κυβέρνηση και η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), καθώς διαπιστώνουν ότι το ύψος των οφειλών αυτών είναι, στην πραγματικότητα, πολύ μεγαλύτερο από τα 18 δισ. ευρώ που έχουν ταυτοποιηθεί μέχρι τώρα, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία.
Κατά τη διάρκεια του 15ου Tax Forum του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου που πραγματοποιήθηκε προχθές σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας, ο διοικητής της ΑΑΔΕ, Γιώργος Πιτσιλής, σε δημόσια συζήτηση με τον πρόεδρο του Επιμελητηρίου, Σίμο Αναστασόπουλο, ανέφερε ότι από τα 104,35 δισ. ευρώ του συνόλου των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο τα 18 δισ. ευρώ είναι ανεπίδεκτα είσπραξης, αλλά και για τα υπόλοιπα 86 δισ. ευρώ, τα οποία, με βάση τα ισχύοντα σήμερα δεδομένα θεωρούνται ακόμη «εισπράξιμα», θα πρέπει «να ξαναδούμε το νομικό πλαίσιο, έτσι ώστε να μην αναγκάζεται η Φορολογική Διοίκηση να έχει μέσα στον κατάλογο των μεγαλοοφειλετών της εταιρείες όπως π.χ. η Πειραϊκή Πατραϊκή, η οποία δεν υφίσταται πλέον εδώ και δεκαετίες». Ο διοικητής της ΑΑΔΕ τόνισε επίσης χαρακτηριστικά ότι «αν κάποιος έχει παλαιά χρέη, να τα περιορίσουμε με θεσμική διαφάνεια σε αυτά που πιθανότατα μπορούν να εισπραχθούν».
Ξεκαθάρισμα
Υπέρ της επανεξέτασης της νομοθεσίας για τα ανεπίδεκτα είσπραξης ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο έχει ταχθεί ήδη από το 2017 ο υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, Δημήτρης Λιάκος. Συγκεκριμένα, ο κ. Λιάκος σε ομιλία του στο Forum των Δελφών πριν από 2 χρόνια είχε επισημάνει την ανάγκη να ξεκαθαρίσουν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο σε πραγματικά εισπράξιμες και μη εισπράξιμες.
«Πρέπει να έχουμε τη γενναιότητα να πούμε πόσα από αυτά τα χρήματα μπορούν να εισπραχθούν», είχε τονίσει ο κ. Λιάκος και είχε διευκρινίσει ότι: «Κάθε μήνα ανακοινώνονται τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο. Τα μισά είναι πραγματικά χρέη και τα άλλα μισά είναι πρόστιμα και προσαυξήσεις, το μεγαλύτερο κομμάτι των οποίων είναι σε εταιρείες οι οποίες αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχουν».
Ο κ. Λιάκος είχε αναφερθεί μάλιστα στην περίπτωση της χρηματιστηριακής εταιρείας «Ακρόπολις», της οποίας το χρέος μαζί με τα πρόστιμα και τις προσαυξήσεις είχε φτάσει τότε από τα 5,5 δισ. ευρώ στα 8 δισ. ευρώ, «τη στιγμή που ο ιδιοκτήτης δεν είναι καν στη ζωή».
Αλλά και πρόσφατα, σε συνέντευξή του στη «Ν», ο κ. Λιάκος, όταν εκλήθη να απαντήσει σε ερώτηση που του υποβλήθηκε σχετικά με το θέμα αυτό, είχε πει ότι «χρειάζεται να ανοίξει μια ειλικρινής διακομματική συζήτηση γι’ αυτό το ζήτημα και να καταλήξουμε σε μια ρεαλιστική λύση με βάση τα πραγματικά δεδομένα, που θα είναι αποδεκτή από όλους». Είχε εκφράσει δε την ευχή «αυτή η πρόταση να γίνει αποδεκτή στο άμεσο μέλλον».
Σύμφωνα, εξάλλου, με στοιχεία που παρατίθενται στην έκθεση απολογισμού δράσεων έτους 2018 της ΑΑΔΕ, το συνολικό ύψος των χαρακτηρισμένων ως «ανεπίδεκτων είσπραξης» ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση (προς την Επιχειρησιακή Μονάδα Είσπραξης, τις ΔΟΥ και τα Ελεγκτικά Κέντρα) ανήλθε το 2018 σε 4,604 δισ. ευρώ, ενώ το 2017 είχαν χαρακτηριστεί «ανεπίδεκτα είσπραξης» 4,497 δισ. ευρώ.
Δεν διαγράφονται
Όσον αφορά την ισχύουσα σήμερα διαδικασία χαρακτηρισμού των οφειλών ως «ανεπίδεκτων είσπραξης», στην έκθεση απολογισμού της ΑΑΔΕ διευκρινίζεται ότι σκοπός της διαδικασίας αυτής είναι η επιτάχυνση της εκκαθάρισης των επί σειρά ετών σωρευμένων ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο, από εκείνες που πραγματικά και εμπεριστατωμένα θεωρούνται επισφαλείς, προκειμένου το Δημόσιο να διαθέτει μια ολοκληρωμένη, διαφανή, αποτελεσματική και ελέγξιμη διαδικασία είσπραξης των οφειλών, με στόχο οι εισπρακτικοί μηχανισμοί να επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους στις οφειλές που παρουσιάζουν αυξημένες πιθανότητες είσπραξης.
Ο χαρακτηρισμός οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης γίνεται εφόσον πληρείται το σύνολο των αναφερόμενων στον νόμο προϋποθέσεων και τηρηθεί η ειδική διαδικασία, η X ορίζεται στο άρθρο 82 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.). Ειδικά για τις περιπτώσεις οφειλών μεγάλου ύψους (άνω του 1,5 εκατ. ευρώ) η απόφαση του διοικητή για τον χαρακτηρισμό τους ως ανεπίδεκτων είσπραξης εκδίδεται κατόπιν εισήγησης του προϊσταμένου της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης και έπειτα από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Ο σχετικός έλεγχος διενεργείται από ειδικά οριζόμενο για τον σκοπό αυτό ελεγκτή, ο οποίος πιστοποιεί με βάση τεκμηριωμένη έκθεση ελέγχου ότι αποδεδειγμένα έχουν ολοκληρωθεί όλες οι απαιτούμενες ενέργειες για τον εντοπισμό πάσης φύσεως περιουσιακών στοιχείων κινητών, ακινήτων, απαιτήσεων στα χέρια τρίτων ή τυχόν άλλης πηγής εσόδων. Η διαδικασία έχει επιταχυνθεί μετά την τροποποίηση του ΚΕΔΕ που έγινε με το ν.4336/2015 και την έκδοση της αριθ. 1089/2016 απόφασης και της αριθ. 1151/2016 εγκυκλίου του ΓΓΔΕ. Η υφιστάμενη διαδικασία χαρακτηρίζεται από υψηλής ποιότητας έλεγχο των σχετικών υποθέσεων.
Η ΑΑΔΕ διευκρινίζει επίσης ότι ο χαρακτηρισμός των οφειλών ως «ανεπίδεκτων είσπραξης» δεν συνεπάγεται και την οριστική διαγραφή τους. Το Δημόσιο διατηρεί ακέραιο το δικαίωμά του για την είσπραξη της οφειλής ή συμψηφισμού της και μετά την καταχώρησή της στα ειδικά βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης, ενώ οφειλή που έχει καταχωρηθεί ως ανεπίδεκτη είσπραξης επαναχαρακτηρίζεται ως εισπράξιμη εάν διαπιστωθεί ότι υπάρχει δυνατότητα μερικής ή ολικής ικανοποίησής της είτε από τον οφειλέτη είτε από συνυπόχρεο πρόσωπο.
Με τον χαρακτηρισμό των οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης αναστέλλεται η παραγραφή τους για μία δεκαετία, ενώ επέρχονται άμεσα οι προβλεπόμενες από τον νόμο συνέπειες για τον οφειλέτη και τα συνυπόχρεα πρόσωπα, όπως η μη χορήγηση αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας και η δέσμευση των περιουσιακών τους στοιχείων.
Το νέο σύστημα
Σύμφωνα με πληροφορίες, το νέο σύστημα χαρακτηρισμού ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο ως «ανεπίδεκτων είσπραξης», το οποίο εξετάζεται προς εφαρμογή, προβλέπει ότι το «εισπράξιμο» ληξιπρόθεσμο χρέος κάθε οφειλέτη θα προσδιορίζεται με βάση την πραγματική οικονομική του κατάσταση, δηλαδή με κριτήρια το ύψος των ετήσιων εισοδημάτων του και τη συνολική αξία της κινητής και ακίνητης περιουσίας του. Έτσι, αν π.χ. κάποιος φορολογούμενος χωρίς εισοδήματα έχει απλήρωτο χρέος ύψους 1.000.000 ευρώ και εμφανίζεται να έχει στην κατοχή του ακίνητη περιουσία συνολικής αξίας 200.000 ευρώ, η «εισπράξιμη» οφειλή του θα προσαρμόζεται στο επίπεδο αξίας της ακίνητης περιουσίας του, δηλαδή στο ποσό των 200.000 ευρώ και το υπόλοιπο των 800.000 ευρώ θα θεωρείται ανεπίδεκτο είσπραξης και θα διαγράφεται.
Απολογισμός δράσεων 2018
Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της ΑΑΔΕ που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στην έκθεση απολογισμού δράσεων του έτους 2018, από τα 104,36 δισ. του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου των οφειλών προς το Δημόσιο:
-31,212 δισ. ευρώ θα μπορούσαν άνετα να χαρακτηριστούν από «ανεπίδεκτες είσπραξης» έως και «άκρως επισφαλείς απαιτήσεις του Δημοσίου», καθώς είναι χρέη πτωχών οφειλετών, χρέη φορολογουμένων με μηδενικά ή προσωρινά ΑΦΜ, οφειλές δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών (ΔΕΚΟ) και χρέη εταιρειών υπό εκκαθάριση.
-47,841 δισ. ευρώ είναι παλαιές έως πολύ παλαιές οφειλές που βεβαιώθηκαν πριν την 1η-1-2015 και είναι πολύ δύσκολο να εισπραχθούν, αφού παραμένουν απλήρωτες για περισσότερα από 4 χρόνια και συνεχώς διογκώνονται.
-9,589 δισ. ευρώ είναι βασικά ποσά χρεών άνω του 1,5 εκατ. ευρώ ανά οφειλέτη, τα οποία είναι επίσης δύσκολο να εισπραχθούν.
-7,099 δισ. ευρώ είναι κυρίως μη φορολογικές οφειλές. Συγκεκριμένα, προέρχονται από τις εξής κατηγορίες εσόδων: λοιπές εισφορές, πόροι υπέρ τρίτων, μισθώματα, υπηρεσίες, πρόστιμα του παλαιού και καταργηθέντος πλέον Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων, οφειλές που προέκυψαν από καταπτώσεις εγγυήσεων του Δημοσίου σε διάφορα δάνεια, πρόστιμα μη φορολογικά, παράβολα και λοιπά μη φορολογικά έσοδα.
-112 εκατ. ευρώ είναι χρέη σε αναστολή είσπραξης και οφειλές χαρακτηρισμένες ως «ανεπίδεκτες είσπραξης».
- 28 εκατ. ευρώ είναι οφειλές εκτός προϋπολογισμού.
Ως εκ τούτου το πλέον εισπράξιμο τμήμα του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου των οφειλών προς το Δημόσιο -το λεγόμενο «αποτελεσματικό» ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο- ανέρχεται σε μόλις 8,484 δισ. ευρώ!
Βάσει, λοιπόν, του νέου υπό εξέταση συστήματος προσδιορισμού των «ανεπίδεκτων είσπραξης» ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο, ένα πολύ μεγάλο μέρος από τα 104,36 δισ. ευρώ του συνόλου των χρεών αυτών, κατά πολύ μεγαλύτερο από τα 18 δισ. ευρώ, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί… άνετα και άμεσα «μη εισπράξιμο».
Κατά τη διάρκεια του 15ου Tax Forum του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου που πραγματοποιήθηκε προχθές σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας, ο διοικητής της ΑΑΔΕ, Γιώργος Πιτσιλής, σε δημόσια συζήτηση με τον πρόεδρο του Επιμελητηρίου, Σίμο Αναστασόπουλο, ανέφερε ότι από τα 104,35 δισ. ευρώ του συνόλου των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο τα 18 δισ. ευρώ είναι ανεπίδεκτα είσπραξης, αλλά και για τα υπόλοιπα 86 δισ. ευρώ, τα οποία, με βάση τα ισχύοντα σήμερα δεδομένα θεωρούνται ακόμη «εισπράξιμα», θα πρέπει «να ξαναδούμε το νομικό πλαίσιο, έτσι ώστε να μην αναγκάζεται η Φορολογική Διοίκηση να έχει μέσα στον κατάλογο των μεγαλοοφειλετών της εταιρείες όπως π.χ. η Πειραϊκή Πατραϊκή, η οποία δεν υφίσταται πλέον εδώ και δεκαετίες». Ο διοικητής της ΑΑΔΕ τόνισε επίσης χαρακτηριστικά ότι «αν κάποιος έχει παλαιά χρέη, να τα περιορίσουμε με θεσμική διαφάνεια σε αυτά που πιθανότατα μπορούν να εισπραχθούν».
Ξεκαθάρισμα
Υπέρ της επανεξέτασης της νομοθεσίας για τα ανεπίδεκτα είσπραξης ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο έχει ταχθεί ήδη από το 2017 ο υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, Δημήτρης Λιάκος. Συγκεκριμένα, ο κ. Λιάκος σε ομιλία του στο Forum των Δελφών πριν από 2 χρόνια είχε επισημάνει την ανάγκη να ξεκαθαρίσουν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το Δημόσιο σε πραγματικά εισπράξιμες και μη εισπράξιμες.
«Πρέπει να έχουμε τη γενναιότητα να πούμε πόσα από αυτά τα χρήματα μπορούν να εισπραχθούν», είχε τονίσει ο κ. Λιάκος και είχε διευκρινίσει ότι: «Κάθε μήνα ανακοινώνονται τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο. Τα μισά είναι πραγματικά χρέη και τα άλλα μισά είναι πρόστιμα και προσαυξήσεις, το μεγαλύτερο κομμάτι των οποίων είναι σε εταιρείες οι οποίες αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχουν».
Ο κ. Λιάκος είχε αναφερθεί μάλιστα στην περίπτωση της χρηματιστηριακής εταιρείας «Ακρόπολις», της οποίας το χρέος μαζί με τα πρόστιμα και τις προσαυξήσεις είχε φτάσει τότε από τα 5,5 δισ. ευρώ στα 8 δισ. ευρώ, «τη στιγμή που ο ιδιοκτήτης δεν είναι καν στη ζωή».
Αλλά και πρόσφατα, σε συνέντευξή του στη «Ν», ο κ. Λιάκος, όταν εκλήθη να απαντήσει σε ερώτηση που του υποβλήθηκε σχετικά με το θέμα αυτό, είχε πει ότι «χρειάζεται να ανοίξει μια ειλικρινής διακομματική συζήτηση γι’ αυτό το ζήτημα και να καταλήξουμε σε μια ρεαλιστική λύση με βάση τα πραγματικά δεδομένα, που θα είναι αποδεκτή από όλους». Είχε εκφράσει δε την ευχή «αυτή η πρόταση να γίνει αποδεκτή στο άμεσο μέλλον».
Σύμφωνα, εξάλλου, με στοιχεία που παρατίθενται στην έκθεση απολογισμού δράσεων έτους 2018 της ΑΑΔΕ, το συνολικό ύψος των χαρακτηρισμένων ως «ανεπίδεκτων είσπραξης» ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση (προς την Επιχειρησιακή Μονάδα Είσπραξης, τις ΔΟΥ και τα Ελεγκτικά Κέντρα) ανήλθε το 2018 σε 4,604 δισ. ευρώ, ενώ το 2017 είχαν χαρακτηριστεί «ανεπίδεκτα είσπραξης» 4,497 δισ. ευρώ.
Δεν διαγράφονται
Όσον αφορά την ισχύουσα σήμερα διαδικασία χαρακτηρισμού των οφειλών ως «ανεπίδεκτων είσπραξης», στην έκθεση απολογισμού της ΑΑΔΕ διευκρινίζεται ότι σκοπός της διαδικασίας αυτής είναι η επιτάχυνση της εκκαθάρισης των επί σειρά ετών σωρευμένων ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο, από εκείνες που πραγματικά και εμπεριστατωμένα θεωρούνται επισφαλείς, προκειμένου το Δημόσιο να διαθέτει μια ολοκληρωμένη, διαφανή, αποτελεσματική και ελέγξιμη διαδικασία είσπραξης των οφειλών, με στόχο οι εισπρακτικοί μηχανισμοί να επικεντρώσουν τις προσπάθειές τους στις οφειλές που παρουσιάζουν αυξημένες πιθανότητες είσπραξης.
Ο χαρακτηρισμός οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης γίνεται εφόσον πληρείται το σύνολο των αναφερόμενων στον νόμο προϋποθέσεων και τηρηθεί η ειδική διαδικασία, η X ορίζεται στο άρθρο 82 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.). Ειδικά για τις περιπτώσεις οφειλών μεγάλου ύψους (άνω του 1,5 εκατ. ευρώ) η απόφαση του διοικητή για τον χαρακτηρισμό τους ως ανεπίδεκτων είσπραξης εκδίδεται κατόπιν εισήγησης του προϊσταμένου της Επιχειρησιακής Μονάδας Είσπραξης και έπειτα από σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Ο σχετικός έλεγχος διενεργείται από ειδικά οριζόμενο για τον σκοπό αυτό ελεγκτή, ο οποίος πιστοποιεί με βάση τεκμηριωμένη έκθεση ελέγχου ότι αποδεδειγμένα έχουν ολοκληρωθεί όλες οι απαιτούμενες ενέργειες για τον εντοπισμό πάσης φύσεως περιουσιακών στοιχείων κινητών, ακινήτων, απαιτήσεων στα χέρια τρίτων ή τυχόν άλλης πηγής εσόδων. Η διαδικασία έχει επιταχυνθεί μετά την τροποποίηση του ΚΕΔΕ που έγινε με το ν.4336/2015 και την έκδοση της αριθ. 1089/2016 απόφασης και της αριθ. 1151/2016 εγκυκλίου του ΓΓΔΕ. Η υφιστάμενη διαδικασία χαρακτηρίζεται από υψηλής ποιότητας έλεγχο των σχετικών υποθέσεων.
Η ΑΑΔΕ διευκρινίζει επίσης ότι ο χαρακτηρισμός των οφειλών ως «ανεπίδεκτων είσπραξης» δεν συνεπάγεται και την οριστική διαγραφή τους. Το Δημόσιο διατηρεί ακέραιο το δικαίωμά του για την είσπραξη της οφειλής ή συμψηφισμού της και μετά την καταχώρησή της στα ειδικά βιβλία των ανεπίδεκτων είσπραξης, ενώ οφειλή που έχει καταχωρηθεί ως ανεπίδεκτη είσπραξης επαναχαρακτηρίζεται ως εισπράξιμη εάν διαπιστωθεί ότι υπάρχει δυνατότητα μερικής ή ολικής ικανοποίησής της είτε από τον οφειλέτη είτε από συνυπόχρεο πρόσωπο.
Με τον χαρακτηρισμό των οφειλών ως ανεπίδεκτων είσπραξης αναστέλλεται η παραγραφή τους για μία δεκαετία, ενώ επέρχονται άμεσα οι προβλεπόμενες από τον νόμο συνέπειες για τον οφειλέτη και τα συνυπόχρεα πρόσωπα, όπως η μη χορήγηση αποδεικτικού φορολογικής ενημερότητας και η δέσμευση των περιουσιακών τους στοιχείων.
Το νέο σύστημα
Σύμφωνα με πληροφορίες, το νέο σύστημα χαρακτηρισμού ληξιπρόθεσμων οφειλών προς το Δημόσιο ως «ανεπίδεκτων είσπραξης», το οποίο εξετάζεται προς εφαρμογή, προβλέπει ότι το «εισπράξιμο» ληξιπρόθεσμο χρέος κάθε οφειλέτη θα προσδιορίζεται με βάση την πραγματική οικονομική του κατάσταση, δηλαδή με κριτήρια το ύψος των ετήσιων εισοδημάτων του και τη συνολική αξία της κινητής και ακίνητης περιουσίας του. Έτσι, αν π.χ. κάποιος φορολογούμενος χωρίς εισοδήματα έχει απλήρωτο χρέος ύψους 1.000.000 ευρώ και εμφανίζεται να έχει στην κατοχή του ακίνητη περιουσία συνολικής αξίας 200.000 ευρώ, η «εισπράξιμη» οφειλή του θα προσαρμόζεται στο επίπεδο αξίας της ακίνητης περιουσίας του, δηλαδή στο ποσό των 200.000 ευρώ και το υπόλοιπο των 800.000 ευρώ θα θεωρείται ανεπίδεκτο είσπραξης και θα διαγράφεται.
Απολογισμός δράσεων 2018
Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία της ΑΑΔΕ που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα στην έκθεση απολογισμού δράσεων του έτους 2018, από τα 104,36 δισ. του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου των οφειλών προς το Δημόσιο:
-31,212 δισ. ευρώ θα μπορούσαν άνετα να χαρακτηριστούν από «ανεπίδεκτες είσπραξης» έως και «άκρως επισφαλείς απαιτήσεις του Δημοσίου», καθώς είναι χρέη πτωχών οφειλετών, χρέη φορολογουμένων με μηδενικά ή προσωρινά ΑΦΜ, οφειλές δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών (ΔΕΚΟ) και χρέη εταιρειών υπό εκκαθάριση.
-47,841 δισ. ευρώ είναι παλαιές έως πολύ παλαιές οφειλές που βεβαιώθηκαν πριν την 1η-1-2015 και είναι πολύ δύσκολο να εισπραχθούν, αφού παραμένουν απλήρωτες για περισσότερα από 4 χρόνια και συνεχώς διογκώνονται.
-9,589 δισ. ευρώ είναι βασικά ποσά χρεών άνω του 1,5 εκατ. ευρώ ανά οφειλέτη, τα οποία είναι επίσης δύσκολο να εισπραχθούν.
-7,099 δισ. ευρώ είναι κυρίως μη φορολογικές οφειλές. Συγκεκριμένα, προέρχονται από τις εξής κατηγορίες εσόδων: λοιπές εισφορές, πόροι υπέρ τρίτων, μισθώματα, υπηρεσίες, πρόστιμα του παλαιού και καταργηθέντος πλέον Κώδικα Βιβλίων και
Στοιχείων, οφειλές που προέκυψαν από καταπτώσεις εγγυήσεων του Δημοσίου σε διάφορα δάνεια, πρόστιμα μη φορολογικά, παράβολα και λοιπά μη φορολογικά έσοδα.
-112 εκατ. ευρώ είναι χρέη σε αναστολή είσπραξης και οφειλές χαρακτηρισμένες ως «ανεπίδεκτες είσπραξης».
- 28 εκατ. ευρώ είναι οφειλές εκτός προϋπολογισμού.
Ως εκ τούτου το πλέον εισπράξιμο τμήμα του συνολικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου των οφειλών προς το Δημόσιο -το λεγόμενο «αποτελεσματικό» ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο- ανέρχεται σε μόλις 8,484 δισ. ευρώ!
Βάσει, λοιπόν, του νέου υπό εξέταση συστήματος προσδιορισμού των «ανεπίδεκτων είσπραξης» ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο, ένα πολύ μεγάλο μέρος από τα 104,36 δισ. ευρώ του συνόλου των χρεών αυτών, κατά πολύ μεγαλύτερο από τα 18 δισ. ευρώ, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί… άνετα και άμεσα «μη εισπράξιμο».